πλινθουργός: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πλινθουργός -οῦ, ὁ [πλίνθος, ἔργον] steenbakker.
|elnltext=πλινθουργός -οῦ, ὁ [πλίνθος, ἔργον] steenbakker.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πλινθ-ουργός, οῦ, ὁ, [*[[ἔργω]]<br />a [[brickmaker]], Plat.
}}
}}

Revision as of 05:40, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλινθουργός Medium diacritics: πλινθουργός Low diacritics: πλινθουργός Capitals: ΠΛΙΝΘΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: plinthourgós Transliteration B: plinthourgos Transliteration C: plinthourgos Beta Code: plinqourgo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A brickmaker, Pl. Tht.147a, Gal.4.618, etc.

German (Pape)

[Seite 637] Ziegel machend, als subst. Ziegelstreicher, Plat. Theaet. 147 a.

Greek (Liddell-Scott)

πλινθουργός: ὁ, ὁ κατασκευάζων πλίνθους, Πλάτ. Θεαίτ. 147Α· -ουργέω, κατασκευάζω πλίνθους, Ἀριστοφ. Πλ. 514· -ουργία, ἡ, ἡ κατασκευὴ πλίνθων, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ πλινθεία, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Εϳ, 8).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
briquetier.
Étymologie: πλίνθος, ἔργον.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
τεχνίτης που κατασκευάζει πλίνθους, πλινθοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός].

Greek Monotonic

πλινθουργός: ὁ (*ἔργω), αυτός που κατασκευάζει πλίνθους, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

πλινθουργός: ὁ кирпичный мастер, кирпичник Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλινθουργός -οῦ, ὁ [πλίνθος, ἔργον] steenbakker.

Middle Liddell

πλινθ-ουργός, οῦ, ὁ, [*ἔργω
a brickmaker, Plat.