ἀκυβέρνητος: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(1a)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κυβερνάω]]<br />without [[steersman]], Plut.
|mdlsjtxt=[[κυβερνάω]]<br />without [[steersman]], Plut.
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀκυβέρνητος]] -ον [ἀ-, [[κυβερνάω]] zonder stuurman.
}}
}}

Revision as of 06:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκῠβέρνητος Medium diacritics: ἀκυβέρνητος Low diacritics: ακυβέρνητος Capitals: ΑΚΥΒΕΡΝΗΤΟΣ
Transliteration A: akybérnētos Transliteration B: akybernētos Transliteration C: akyvernitos Beta Code: a)kube/rnhtos

English (LSJ)

ον,

   A without steersman, Ph.1.219, Plu.Caes.28, Luc. JTr.46: metaph., θυμός Ph.Fr.110 H., cf. 1.696; ἀμέλεια Onos.33.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκῠβέρνητος: -ον, ἄνευ κυβερνήτου, πηδαλιούχου, Πλουτ. Καῖσ. 28, Λουκ., κ.τ.λ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans pilote.
Étymologie: ἀ, κυβερνάω.

Spanish (DGE)

-ον
sin timonel πλοῖον Ph.1.219, ἐν ἀναρχίᾳ πόλιν ὥσπερ ναῦν ἀ. ὑποφερομένην Plu.Caes.28, cf. Luc.ITr.46
fig. θυμός Ph.Fr.110H., ἄνθρωπος Plu.2.501d.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκυβέρνητος, -ov)
1. (για πλοία, λέμβους κ.λπ.) αυτός που δεν έχει κυβερνήτη, πηδαλιούχο
2. (για πόλεις, κράτη κ.λπ.) αυτός που δεν έχει κυβερνήτη, αρχηγό
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει καλή διακυβέρνηση, διοίκηση
2. αυτός που δεν μπορεί να διοικηθεί, ο ατίθασος
αρχ.
εκείνος που δεν μπορεί να συγκρατηθεί, να ελεγχθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κυβερνῶ.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ακυβερνησία].

Greek Monotonic

ἀκῠβέρνητος: -ον (κυβερνάω), αυτός που είναι χωρίς κυβερνήτη ή πηδαλιούχο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκῠβέρνητος: не имеющий кормчего, никем не управляемый (ἄλογος καὶ ἀ. Plut.; ἀ. καὶ ἀνηγεμόνευτος Luc.).

Middle Liddell

κυβερνάω
without steersman, Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκυβέρνητος -ον [ἀ-, κυβερνάω zonder stuurman.