ἀναστέφω: Difference between revisions

From LSJ

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513
(1a)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀναστέφω:''' <b class="num">1)</b> увенчивать, венчать (τὸν κρᾶτά τινος Eur.; τοὺς νικῶντας σελίνοις Plut.);<br /><b class="num">2)</b> увивать, обвивать (τὰς θύρας [[δάφνη]] Plut.): [[κλάδος]] ἐλαίας ἐρίῳ ἀνεστεμμένος Plut. масличная ветвь, перевитая шерстью.
|elrutext='''ἀναστέφω:'''<br /><b class="num">1)</b> увенчивать, венчать (τὸν κρᾶτά τινος Eur.; τοὺς νικῶντας σελίνοις Plut.);<br /><b class="num">2)</b> увивать, обвивать (τὰς θύρας [[δάφνη]] Plut.): [[κλάδος]] ἐλαίας ἐρίῳ ἀνεστεμμένος Plut. масличная ветвь, перевитая шерстью.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[crown]], [[wreath]], [[κρᾶτα]] Eur.:—Pass., ἀνέστεμμαι [[κάρα]] I [[have]] my [[head]] wreathed, Eur.
|mdlsjtxt=<br />to [[crown]], [[wreath]], [[κρᾶτα]] Eur.:—Pass., ἀνέστεμμαι [[κάρα]] I [[have]] my [[head]] wreathed, Eur.
}}
}}

Revision as of 11:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναστέφω Medium diacritics: ἀναστέφω Low diacritics: αναστέφω Capitals: ΑΝΑΣΤΕΦΩ
Transliteration A: anastéphō Transliteration B: anastephō Transliteration C: anastefo Beta Code: a)naste/fw

English (LSJ)

   A crown, wreath, τὸν σὸν κρᾶτα E.Fr.243; ἀ. στεφάνοισι ib.362.48; στόρνῃσιν Call.Hec.1.1.15:—Pass., ἀνέστεμμαι κάρα φύλλοις I have my head wreathed with leaves, E.Hipp.806; but also δάφνας κλῶνας ἀναστέφεται Epigr.Gr.786.

German (Pape)

[Seite 209] dasselbe, Plut. Thes. 22; pass. ἀνέστεμμαι κάρα φύλλοις Eur. Hipp. 806.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναστέφω: μέλλ. -ψω: ‒ στέφω, στεφανώνω: τὸν σὸν κρᾶτα Εὐρ. Ἀποσπ. 243· ἀν. στεφάνοισι αὐτόθι 362. 48: ‒ Παθ., ἀνέστεμμαι κάρα... φύλλοις, ἔχω τὴν κεφαλήν μου ἐστεμμένην διὰ φύλλων, ὁ αὐτὸς Ἱππ. 806. ΙΙ. δάφνας κλῶνας ἀναστέφεσθαι, περιτίθεσθαι στέφανον ἐκ κλωνῶν δάφνης, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 786.

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. ἀνέστεμμαι;
couronner ; Pass. ἀνέστεμμαι κάρα φύλλοις EUR j’ai la tête couronnée de feuilles.
Étymologie: ἀνά, στέφω.

Spanish (DGE)

1 c. ac. y a veces dat. instrum. coronar σὸν κρᾶτ' E.Fr.241, τοὺς ... ἡγεμόνας Polyaen.5.12.1, τρίαιναν ὀρθὴν ... στεφάνοισι E.Fr.13.48M., (μιν) ... στόρνῃσιν Call.Fr.260.15, σελίνων, οἷς ἀναστέφουσι ... τοὺς νικῶντας Timae.118, cf. B.13.59.
2 en v. med. coronarse, ceñirse κάρα ... φύλλοις E.Hipp.806, δάφνας κλῶνας ἀναστέφεται se corona de ramas de laurel, Epigr.Gr.786, ἀκάνθῃ Clem.Al.Paed.2.8.75, c. gen. τῶν σελίνων ἀνεστέψατο Polyaen.5.12.1.

Greek Monolingual

ἀναστέφω (Α) στέφω
βάζω στεφάνι στο κεφάλι κάποιου, στεφανώνω.

Greek Monotonic

ἀναστέφω: μέλ. -ψω, στεφανώνω, κρᾶτα, σε Ευρ. — Παθ., ἀνέστεμμαι κάρα φύλλοις, έχω στεφανωμένο το κεφάλι μου με φύλλα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναστέφω:
1) увенчивать, венчать (τὸν κρᾶτά τινος Eur.; τοὺς νικῶντας σελίνοις Plut.);
2) увивать, обвивать (τὰς θύρας δάφνη Plut.): κλάδος ἐλαίας ἐρίῳ ἀνεστεμμένος Plut. масличная ветвь, перевитая шерстью.

Middle Liddell


to crown, wreath, κρᾶτα Eur.:—Pass., ἀνέστεμμαι κάρα I have my head wreathed, Eur.