τέντα: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
(41)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />οι, Ν<br /><b>εθνολ.</b> [[λαός]] της ανατολικής και κεντρικής Σαχάρας.———————— <b>(II)</b><br />η, ΝΜ, και [[τένδα]] Μ<br /><b>1.</b> [[σκηνή]] για προσωρινή [[διαμονή]] στο ύπαιθρο<br /><b>2.</b> (ειδικά) η στρατιωτική [[σκηνή]], [[αντίσκηνο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προπέτασμα]] από χοντρό ύφασμα που χρησιμοποιείται για την [[προφύλαξη]] ανοιχτών χώρων από τον ήλιο, τον άνεμο ή τη [[βροχή]]<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) [[τέντα]]<br />ορθάνοιχτα, [[τελείως]] ανοιχτά («άφησε την πόρτα [[τέντα]] και κρύωσα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>tenda</i> <span style="color: red;"><</span> ρ. <i>tendo</i> «[[εκτείνω]], [[τεντώνω]]»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />οι, Ν<br /><b>εθνολ.</b> [[λαός]] της ανατολικής και κεντρικής Σαχάρας.<br /><b>(II)</b><br />η, ΝΜ, και [[τένδα]] Μ<br /><b>1.</b> [[σκηνή]] για προσωρινή [[διαμονή]] στο ύπαιθρο<br /><b>2.</b> (ειδικά) η στρατιωτική [[σκηνή]], [[αντίσκηνο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προπέτασμα]] από χοντρό ύφασμα που χρησιμοποιείται για την [[προφύλαξη]] ανοιχτών χώρων από τον ήλιο, τον άνεμο ή τη [[βροχή]]<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) [[τέντα]]<br />ορθάνοιχτα, [[τελείως]] ανοιχτά («άφησε την πόρτα [[τέντα]] και κρύωσα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>tenda</i> <span style="color: red;"><</span> ρ. <i>tendo</i> «[[εκτείνω]], [[τεντώνω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 12:10, 10 January 2019

Greek Monolingual

(I)
οι, Ν
εθνολ. λαός της ανατολικής και κεντρικής Σαχάρας.
(II)
η, ΝΜ, και τένδα Μ
1. σκηνή για προσωρινή διαμονή στο ύπαιθρο
2. (ειδικά) η στρατιωτική σκηνή, αντίσκηνο
νεοελλ.
1. προπέτασμα από χοντρό ύφασμα που χρησιμοποιείται για την προφύλαξη ανοιχτών χώρων από τον ήλιο, τον άνεμο ή τη βροχή
2. (ως επίρρ.) τέντα
ορθάνοιχτα, τελείως ανοιχτά («άφησε την πόρτα τέντα και κρύωσα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tenda < ρ. tendo «εκτείνω, τεντώνω»].