ῥωπογράφος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(36)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο / [[ῥωπογράφος]], ΝΑ<br />[[ζωγράφος]] που ζωγραφίζει συνηθισμένα, κοινά, ευτελή αντικείμενα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥῶπος]] «[[ψιλικά]], ευτελή πράγματα» <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]].———————— <b>(II)</b><br />ο / [[ῥωπογράφος]], ΝΑ<br />[[ζωγράφος]] που ζωγραφίζει θάμνους, καρπούς, φρύγανα, νεκρά θηράματα κ.ά. αντικείμενα της αγροτικής ζωής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥωπ</i>- του <i>ῥώψ</i> (Ι), <i>ῥωπός</i> «[[θάμνος]], χαμόδεντρο» <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο / [[ῥωπογράφος]], ΝΑ<br />[[ζωγράφος]] που ζωγραφίζει συνηθισμένα, κοινά, ευτελή αντικείμενα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥῶπος]] «[[ψιλικά]], ευτελή πράγματα» <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]].<br /><b>(II)</b><br />ο / [[ῥωπογράφος]], ΝΑ<br />[[ζωγράφος]] που ζωγραφίζει θάμνους, καρπούς, φρύγανα, νεκρά θηράματα κ.ά. αντικείμενα της αγροτικής ζωής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥωπ</i>- του <i>ῥώψ</i> (Ι), <i>ῥωπός</i> «[[θάμνος]], χαμόδεντρο» <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]].
}}
}}

Revision as of 12:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥωπογράφος Medium diacritics: ῥωπογράφος Low diacritics: ρωπογράφος Capitals: ΡΩΠΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: rhōpográphos Transliteration B: rhōpographos Transliteration C: ropografos Beta Code: r(wpogra/fos

English (LSJ)

[γρᾰ], ον, (ῥῶπος)

   A one that paints petty subjects (ῥῶπες, glossed as ὕλη καὶ ὑλώδη φυτά), such as still life, like the Dutch masters, EM705.55, perh. to be read in Donat.ad Ter.Eun. 253; cf. ῥυπαρογράφος.

German (Pape)

[Seite 855] kleine, gemeine, schlechte, geringfügige Gegenstände mit schlechten Farben malend, der Schmierer, Sudler, Pinsler; aber auch ein solcher, der kleinliche Gegenstände, Stillleben, Küchenstücke u. dgl., wie die holländischen Meister kunstreich u. natürlich darstellt, vgl. Plin. H. N. 35, 37 u. Welcker Philostr. imagg. 1, 31 p. 396.

Greek (Liddell-Scott)

ῥωπογράφος: -ον, (ῥῶπος) ὁ ζωγραφῶν πράγματα ἀνάξια λόγου, μηδαμινά, κοινὰ πράγματα ὡς οἱ Ὁλλανδοὶ ζωγράφοι, Welcker παρὰ τῷ Ἰακωψ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκόν. 1. 31, 397, Müller Archäol. d. Kunst § 163. 5· πρβλ. ῥυπαρογράφος: - ῥωπογραφία, ἡ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μεγαλογραφία, Κικ. πρ. Ἀττ. 15. 166.

Greek Monolingual

(I)
ο / ῥωπογράφος, ΝΑ
ζωγράφος που ζωγραφίζει συνηθισμένα, κοινά, ευτελή αντικείμενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶπος «ψιλικά, ευτελή πράγματα» + -γράφος].
(II)
ο / ῥωπογράφος, ΝΑ
ζωγράφος που ζωγραφίζει θάμνους, καρπούς, φρύγανα, νεκρά θηράματα κ.ά. αντικείμενα της αγροτικής ζωής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥωπ- του ῥώψ (Ι), ῥωπός «θάμνος, χαμόδεντρο» + -γράφος].