ὀρώδης: Difference between revisions
From LSJ
διαπασῶν, διατεσσάρων, διαπέντε → through all, through four, through five (Pythagorean musical terms)
(29) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ορρώδης]], -ες (Α [[ὀρώδης]] και [[ὀρρώδης]], -ῶδες) [[ορός]]<br />αυτός που μοιάζει με ορό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> αυτός που αποτελείται ή παράγει [[υγρό]] που μοιάζει με τον ορό του αίματος (α. «ορώδες [[εξίδρωμα]]» β. «[[ορώδης]] [[μηνιγγίτιδα]]»). | |mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ορρώδης]], -ες (Α [[ὀρώδης]] και [[ὀρρώδης]], -ῶδες) [[ορός]]<br />αυτός που μοιάζει με ορό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> αυτός που αποτελείται ή παράγει [[υγρό]] που μοιάζει με τον ορό του αίματος (α. «ορώδες [[εξίδρωμα]]» β. «[[ορώδης]] [[μηνιγγίτιδα]]»).<br /><b>(II)</b><br />[[ὀρώδης]], -ῶδες (Α) [<i>όρος</i> (II)]<br />[[ορεινός]], [[βουνήσιος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 10 January 2019
English (LSJ)
ες, (ὄρος)
A mountainous, EM208.4. II (ὀρός) like whey, serous, Thphr.CP5.9.7, Gal.UP14.13, cf. 6.765 K. [Freq. ὀρρ- in codd.]
German (Pape)
[Seite 390] ες, 1) (ὄρος) bergartig, gebirgig, VLL, – 2) (ὀρός) molkenartig, molkig, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρώδης: -ες, (ὄρος) ὀρεινός, ἀντὶ ὀροειδής, Ἐτυμολ. Μέγ. 208. 4.
Greek Monolingual
(I)
και ορρώδης, -ες (Α ὀρώδης και ὀρρώδης, -ῶδες) ορός
αυτός που μοιάζει με ορό
νεοελλ.
ιατρ. αυτός που αποτελείται ή παράγει υγρό που μοιάζει με τον ορό του αίματος (α. «ορώδες εξίδρωμα» β. «ορώδης μηνιγγίτιδα»).
(II)
ὀρώδης, -ῶδες (Α) [όρος (II)]
ορεινός, βουνήσιος.