κόρημα: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
(1ba)
m (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κόρημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> метла Arph.;<br /><b class="num">2)</b> сор, мусор Arph.
|elrutext='''κόρημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> метла Arph.;<br /><b class="num">2)</b> сор, мусор Arph.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 17:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρημα Medium diacritics: κόρημα Low diacritics: κόρημα Capitals: ΚΟΡΗΜΑ
Transliteration A: kórēma Transliteration B: korēma Transliteration C: korima Beta Code: ko/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A sweepings, refuse, Ar.Fr.474: in pl., Hermipp.47.10 (anap.).    II besom, broom, Ar.Pax59, Eup.157, 228.4, Gal.12.93.

German (Pape)

[Seite 1486] τό, das Ausgefegte, der Kehricht; Ar. bei Poll. 10, 29; Hermipp. bei Ath. XI, 487 f; Poll. 6, 94; – der Besen; Ar. Pax 59; Eupol. bei Poll. 10, 28.

Greek (Liddell-Scott)

κόρημα: τό, τὸ κορούμενον κάθαρμα, «σκουπίδι», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 408· ἐν τῷ πληθ., Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 2. ΙΙ. σάρωθρον, «σκοῦπα», Ἀριστοφ. Εἰρ. 59, «τουτὶ λαβὼν κόρημα τὴν αὐλὴν κόρει» Εὔπολ. ἐν «Κόλαξιν» 9.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
balai.
Étymologie: κορέω.

Greek Monolingual

το (Α κόρημα, -ήματος) κορέω (ΙΙ)]
νεοελλ.
φρ. «πλευρικά κορήματα»
γεωλ. πετρώδη θραύσματα και γεώδη υλικά που αποτελούν προϊόντα της μηχανικής αποσάθρωσης απότομων πρανών και κλιτύων
αρχ.
1. καθετί που απορρίπτεται με το σάρωμα, απόρριμμα, σκουπίδι
2. σάρωθρο, σκούπα, κόρηθρον («τουτὶ λαβὼν κόρημα τὴν αὐλὴν κόρει», Εύπ.).

Greek Monotonic

κόρημα: -ατος, τό (κορέω), σάρωμα, σκούπα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κόρημα: ατος τό
1) метла Arph.;
2) сор, мусор Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόρημα -ατος, τό [κορέω] bezem.

Middle Liddell

κόρημα, ατος, τό, κορέω
a besom, broom, Ar.