Παλαίμων: Difference between revisions

From LSJ

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source
(1ba)
m (Text replacement - "*" to "*")
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=Palaimōn
|Transliteration B=Palaimōn
|Transliteration C=Palaimon
|Transliteration C=Palaimon
|Beta Code=*palai/mwn
|Beta Code=*palai/mwn
|Definition=ονος, ὁ, <span class="title">Palaemon</span>, a sea-god friendly to the shipwrecked, <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>271</span>, Lyc.229; also epith. of Heracles, Id.663, Hsch.: —hence Πᾰλαιμόνιον, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">temple of Palaemon</b>, IG4.203 (Corinth).</span>
|Definition=ονος, ὁ, <span class="title">Palaemon</span>, a sea-god friendly to the shipwrecked, <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>271</span>, Lyc.229; also epith. of Heracles, Id.663, Hsch.: —hence Πᾰλαιμόνιον, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">temple of Palaemon</b>, IG4.203 (Corinth).</span>
}}
}}

Revision as of 10:04, 13 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πᾰλαίμων Medium diacritics: Παλαίμων Low diacritics: Παλαίμων Capitals: ΠΑΛΑΙΜΩΝ
Transliteration A: Palaímōn Transliteration B: Palaimōn Transliteration C: Palaimon Beta Code: *palai/mwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, Palaemon, a sea-god friendly to the shipwrecked, E.IT271, Lyc.229; also epith. of Heracles, Id.663, Hsch.: —hence Πᾰλαιμόνιον, τό,

   A temple of Palaemon, IG4.203 (Corinth).

Greek (Liddell-Scott)

Πᾰλαίμων: -ονος, ἀρσ. κύρ. ὄνομα, ἐπώνυμον τοῦ Μελικέρτου υἱοῦ τῆς Ἰνοῦς, ὅστις ἐλατρεύετο ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦτο ὡς θαλάσσιος θεὸς προστάτης τῶν ναυαγῶν (πρβλ. Οὐεργιλ. Γεωργ. 1. 437, Αἰν. 5. 823), ἐν τῇ Λατ. λέγεται καὶ Portunus, Εὐρ. Ι. Τ. 271, Λυκόφρ. 228· ὡσαύτως ἐπώνυμον τοῦ Ἡρακλέους, ὁ αὐτ. 663, Ἡσύχ.· - Πᾰλαιμόνιον, τό, ὁ ναὸς τοῦ Παλαίμονος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1104. (Πιθαν. ἐκ τοῦ παλαίω).

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ) :
Palæmon :
1 surn. de Mélikertès;
2 surn. d’Héraklès.
Étymologie: παλαίω.

Greek Monolingual

(II)
Παλαίμων, -ονος, ὁ (Α)
θεός που λατρευόταν κατά την αρχαιότητα ως προστάτης τών ναυαγών
2. προσωνυμία του Ηρακλέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. παλαιμονώ].

Greek Monotonic

Πᾰλαίμων: -ονος, ὁ (παλαίω), ο Παλαίμων, δηλ. ο Παλαιστής, αρσεν. κύριο όνομα, όνομα του Μελικέρτη, γιου της Ινούς, που λατρευόταν ως θεός της θάλασσας, ευμενής προς τους ναυαγούς, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

Πᾰλαίμων: ονος ὁ Палемон, «Борец» (эпитет Меликерта, сына Ино-Левкотеи) Eur.

Middle Liddell

Πᾰλαίμων, ονος, ὁ, παλαίω
Palaemon, i. e. wrestler, masc. prop. n., a name of Melicertes, son of Ino, who was adored as a sea-god friendly to the shipwrecked, Eur.