ηδονικός: Difference between revisions

From LSJ

Καρπὸς γὰρ ἀρετῆς ἐστιν εὔτακτος βίος → Composita recte vita frux virtutis est → Ein wohlgeordnet Leben ist der Tugend Frucht

Menander, Monostichoi, 298
(16)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ηδονικός]], -ή, -όν) [[ηδονή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην [[ηδονή]], αυτός που προκαλεί την [[ηδονή]], [[γλυκός]], [[τερπνός]], [[ευχάριστος]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι ηδονικοί</i><br />οι οπαδοί του ιδρυτή της κυρηναϊκής σχολής φιλοσόφου Αρίστιππου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ηδονικός]]<br />ο [[οπαδός]] του ηδονισμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ηδονική</i><br />η [[αίρεση]] ή [[φιλοσοφία]] τών ηδονικών που δέχεται την [[ηδονή]] ώς το μεγαλύτερο [[αγαθό]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηδονικώς</i> και <i>ηδονικά</i> (AM ἡδονικῶς, Μ και ἡδονικά)<br /><b>1.</b> με τρόπο ηδονικό, που προκαλεί [[ηδονή]]<br /><b>2.</b> με [[ηδονή]], με [[ευχαρίστηση]], με [[απόλαυση]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[γλυκά]], όμορφα («ἡδονικά ἐλάλησα», Διγ.).
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ηδονικός]], -ή, -όν) [[ηδονή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην [[ηδονή]], αυτός που προκαλεί την [[ηδονή]], [[γλυκός]], [[τερπνός]], [[ευχάριστος]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι ηδονικοί</i><br />οι οπαδοί του ιδρυτή της κυρηναϊκής σχολής φιλοσόφου Αρίστιππου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ηδονικός]]<br />ο [[οπαδός]] του ηδονισμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ηδονική</i><br />η [[αίρεση]] ή [[φιλοσοφία]] τών ηδονικών που δέχεται την [[ηδονή]] ώς το μεγαλύτερο [[αγαθό]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηδονικώς</i> και <i>ηδονικά</i> (AM ἡδονικῶς, Μ και ἡδονικά)<br /><b>1.</b> με τρόπο ηδονικό, που προκαλεί [[ηδονή]]<br /><b>2.</b> με [[ηδονή]], με [[ευχαρίστηση]], με [[απόλαυση]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[γλυκά]], όμορφα («ἡδονικά ἐλάλησα», Διγ.).
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ηδονικός, -ή, -όν) ηδονή
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην ηδονή, αυτός που προκαλεί την ηδονή, γλυκός, τερπνός, ευχάριστος
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ηδονικοί
οι οπαδοί του ιδρυτή της κυρηναϊκής σχολής φιλοσόφου Αρίστιππου
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ηδονικός
ο οπαδός του ηδονισμού
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. η ηδονική
η αίρεση ή φιλοσοφία τών ηδονικών που δέχεται την ηδονή ώς το μεγαλύτερο αγαθό.
επίρρ...
ηδονικώς και ηδονικά (AM ἡδονικῶς, Μ και ἡδονικά)
1. με τρόπο ηδονικό, που προκαλεί ηδονή
2. με ηδονή, με ευχαρίστηση, με απόλαυση
νεοελλ.-μσν.
γλυκά, όμορφα («ἡδονικά ἐλάλησα», Διγ.).