ερώ: Difference between revisions

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM ἐρῶ, -άω, Α ιων. τ. [[ἐρέω]])<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(συν. το μέσ.) <i>ἐρῶμαι</i><br /><b>1.</b> [[αγαπώ]], [[ερωτεύομαι]] («ἠράσθη τὴν κόρην»)<br /><b>2.</b> (το αρσ. και θηλ. της μτχ. ως ουσ.) α) <i>ο [[ερωμένος]]<br />ο [[αγαπητικός]], ο [[εραστής]]<br />β) <i>η ερωμένη</i><br />(για άτομα που έχουν εξωσυζυγικές, παράνομες σχέσεις) η αγαπητικιά<br /><b>μσν.</b><br />(και το μέσ.) [[ερώμαι]]<br />[[επιθυμώ]] («ἐν τῷ Εὐφράτη ποταμῷ ἠράσθη κατοικῆσαι», Διγεν. Ακρ. || <b>αρχ.-μσν.</b> (για πράγματα) [[επιθυμώ]], [[λαχταρώ]] [[κάτι]] («[[μεγάλης]] οὐκ ἐρῶ τυραννίδος», <b>Αρχίλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγαπώ]] θερμά (άσχετα από τον έρωτα [[μεταξύ]] τών δύο φύλων) αφοσιώνομαι («δι’ ἀρετὴν φιλεῑσθαι μὲν ὑπo τῶν πολλῶν, ἐρᾱσθαι δὲ ὑπὸ τῶν [[φίλων]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] ερωτευμένος με κάποιον (για σφοδρό έρωτα [[μεταξύ]] δύο φύλων) («οὐκ ἐρᾱ ἀδελφὸς ἀδελφῆς..., οὐδὲ πατὴρ θυγατρός», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (με απαρμφ.) [[επιθυμώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («θανεῑν ἐρᾱ», <b>Σοφ.</b>).<br /><b>4.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ ἐρῶν</i><br />ο [[εραστής]]<br /><b>5.</b> (το αρσ. παθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ ἐρωμένος</i><br />αυτός με τον οποίο έχει [[κάποιος]] ερωτικές σχέσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[έραμαι]]].<br /><b>(II)</b><br />ἐρῶ, -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[χύνω]] έξω<br /><b>2.</b> [[κάνω]] εμετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[εξερώ]]].<br /><b>(III)</b><br />ἐρῶ, -έω (ΑΜ<br />Α και ιων. και επικ. τ. [[ἐρέω]])<br />χρησιμοποιείται ως [[μέλλων]] τών ρημάτων [[αγορεύω]], [[λέγω]], [[φημί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[είρω]] (II)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM ἐρῶ, -άω, Α ιων. τ. [[ἐρέω]])<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(συν. το μέσ.) <i>ἐρῶμαι</i><br /><b>1.</b> [[αγαπώ]], [[ερωτεύομαι]] («ἠράσθη τὴν κόρην»)<br /><b>2.</b> (το αρσ. και θηλ. της μτχ. ως ουσ.) α) ο [[ερωμένος]]<br />ο [[αγαπητικός]], ο [[εραστής]]<br />β) <i>η ερωμένη</i><br />(για άτομα που έχουν εξωσυζυγικές, παράνομες σχέσεις) η αγαπητικιά<br /><b>μσν.</b><br />(και το μέσ.) [[ερώμαι]]<br />[[επιθυμώ]] («ἐν τῷ Εὐφράτη ποταμῷ ἠράσθη κατοικῆσαι», Διγεν. Ακρ. || <b>αρχ.-μσν.</b> (για πράγματα) [[επιθυμώ]], [[λαχταρώ]] [[κάτι]] («[[μεγάλης]] οὐκ ἐρῶ τυραννίδος», <b>Αρχίλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγαπώ]] θερμά (άσχετα από τον έρωτα [[μεταξύ]] τών δύο φύλων) αφοσιώνομαι («δι’ ἀρετὴν φιλεῑσθαι μὲν ὑπo τῶν πολλῶν, ἐρᾱσθαι δὲ ὑπὸ τῶν [[φίλων]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] ερωτευμένος με κάποιον (για σφοδρό έρωτα [[μεταξύ]] δύο φύλων) («οὐκ ἐρᾱ ἀδελφὸς ἀδελφῆς..., οὐδὲ πατὴρ θυγατρός», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (με απαρμφ.) [[επιθυμώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («θανεῑν ἐρᾱ», <b>Σοφ.</b>).<br /><b>4.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ ἐρῶν</i><br />ο [[εραστής]]<br /><b>5.</b> (το αρσ. παθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ ἐρωμένος</i><br />αυτός με τον οποίο έχει [[κάποιος]] ερωτικές σχέσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[έραμαι]]].<br /><b>(II)</b><br />ἐρῶ, -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[χύνω]] έξω<br /><b>2.</b> [[κάνω]] εμετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[εξερώ]]].<br /><b>(III)</b><br />ἐρῶ, -έω (ΑΜ<br />Α και ιων. και επικ. τ. [[ἐρέω]])<br />χρησιμοποιείται ως [[μέλλων]] τών ρημάτων [[αγορεύω]], [[λέγω]], [[φημί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[είρω]] (II)].
}}
}}

Revision as of 11:10, 14 January 2019

Greek Monolingual

(I)
(AM ἐρῶ, -άω, Α ιων. τ. ἐρέω)
μσν.- νεοελλ.
(συν. το μέσ.) ἐρῶμαι
1. αγαπώ, ερωτεύομαι («ἠράσθη τὴν κόρην»)
2. (το αρσ. και θηλ. της μτχ. ως ουσ.) α) ο ερωμένος
ο αγαπητικός, ο εραστής
β) η ερωμένη
(για άτομα που έχουν εξωσυζυγικές, παράνομες σχέσεις) η αγαπητικιά
μσν.
(και το μέσ.) ερώμαι
επιθυμώ («ἐν τῷ Εὐφράτη ποταμῷ ἠράσθη κατοικῆσαι», Διγεν. Ακρ.