Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ρέμπελος: Difference between revisions

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
(36)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> (για πολεμιστές) αυτός που δεν ανήκει σε τακτικό στρατιωτικό [[σώμα]], ο [[αντάρτικος]]<br /><b>2.</b> αυτός που χάνει άσκοπα τον καιρό του [[χωρίς]] να κάνει [[τίποτε]]<br /><b>3.</b> αυτός που περιφέρεται άσκοπα εδώ κι [[εκεί]]<br /><b>4.</b> [[άτακτος]], [[ακατάστατος]] («ρέμπελο [[σπίτι]]»)<br /><b>5.</b> αυτός που η [[ηθική]] του ζωή δεν [[είναι]] άμεμπτη («ρέμπελη [[γυναίκα]]»)<br /><b>6.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ρέμπελος]]<br />[[επαναστάτης]], [[αντάρτης]]<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ρέμπελο</i><br />[[επανάσταση]], [[κατάσταση]] ανταρσίας<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ρέμπελο [[ασκέρι]]» <br />α) όχλος, [[πλήθος]] ατάκτων<br />β) <b>μτφ.</b> τεμπέληδες, ακαμάτηδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> βενετ. <i>rebelo</i>. Η λ. με αρχική σημ. «[[αντάρτης]], [[ανυπότακτος]], [[επαναστάτης]]» εξελίχθηκε «επί κακῷ» στη σημ. «[[άτακτος]], [[αλήτης]], [[άσκοπος]], [[ακατάστατος]]» απ' όπου «[[τεμπέλης]], [[ακαμάτης]], [[αργόσχολος]]»].
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> (για πολεμιστές) αυτός που δεν ανήκει σε τακτικό στρατιωτικό [[σώμα]], ο [[αντάρτικος]]<br /><b>2.</b> αυτός που χάνει άσκοπα τον καιρό του [[χωρίς]] να κάνει [[τίποτε]]<br /><b>3.</b> αυτός που περιφέρεται άσκοπα εδώ κι [[εκεί]]<br /><b>4.</b> [[άτακτος]], [[ακατάστατος]] («ρέμπελο [[σπίτι]]»)<br /><b>5.</b> αυτός που η [[ηθική]] του ζωή δεν [[είναι]] άμεμπτη («ρέμπελη [[γυναίκα]]»)<br /><b>6.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ρέμπελος]]<br />[[επαναστάτης]], [[αντάρτης]]<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ρέμπελο</i><br />[[επανάσταση]], [[κατάσταση]] ανταρσίας<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ρέμπελο [[ασκέρι]]» <br />α) όχλος, [[πλήθος]] ατάκτων<br />β) <b>μτφ.</b> τεμπέληδες, ακαμάτηδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> βενετ. <i>rebelo</i>. Η λ. με αρχική σημ. «[[αντάρτης]], [[ανυπότακτος]], [[επαναστάτης]]» εξελίχθηκε «επί κακῷ» στη σημ. «[[άτακτος]], [[αλήτης]], [[άσκοπος]], [[ακατάστατος]]» απ' όπου «[[τεμπέλης]], [[ακαμάτης]], [[αργόσχολος]]»].
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. (για πολεμιστές) αυτός που δεν ανήκει σε τακτικό στρατιωτικό σώμα, ο αντάρτικος
2. αυτός που χάνει άσκοπα τον καιρό του χωρίς να κάνει τίποτε
3. αυτός που περιφέρεται άσκοπα εδώ κι εκεί
4. άτακτος, ακατάστατος («ρέμπελο σπίτι»)
5. αυτός που η ηθική του ζωή δεν είναι άμεμπτη («ρέμπελη γυναίκα»)
6. το αρσ. ως ουσ. ο ρέμπελος
επαναστάτης, αντάρτης
7. το ουδ. ως ουσ. το ρέμπελο
επανάσταση, κατάσταση ανταρσίας
8. φρ. «ρέμπελο ασκέρι»
α) όχλος, πλήθος ατάκτων
β) μτφ. τεμπέληδες, ακαμάτηδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βενετ. rebelo. Η λ. με αρχική σημ. «αντάρτης, ανυπότακτος, επαναστάτης» εξελίχθηκε «επί κακῷ» στη σημ. «άτακτος, αλήτης, άσκοπος, ακατάστατος» απ' όπου «τεμπέλης, ακαμάτης, αργόσχολος»].