υδρόφιλος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(42)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά το [[νερό]], [[υδροχαρής]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> (για φυτά) αυτός του οποίου η [[επικονίαση]] γίνεται με τη [[βοήθεια]] του νερού<br /><b>3.</b> <b>χημ.</b> (για χημ. [[είδος]]) αυτός που παρουσιάζει [[μεγάλη]] [[τάση]] συγκράτησης ή προσρόφησης μορίων νερού<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[υδρόφιλος]]<br />[[άτομο]] που διακατέχεται από την [[επιθυμία]] να πίνει διαρκώς [[νερό]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «υδρόφιλο [[βαμβάκι]]»<br /><b>(φαρμ.)</b> ειδικό [[βαμβάκι]] που, ύστερα από [[κατεργασία]], παρουσιάζει [[μεγάλη]] [[απορροφητικότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>hydrophilous</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>[[ο]]- <span style="color: red;">+</span> [[φίλος]])].
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά το [[νερό]], [[υδροχαρής]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> (για φυτά) αυτός του οποίου η [[επικονίαση]] γίνεται με τη [[βοήθεια]] του νερού<br /><b>3.</b> <b>χημ.</b> (για χημ. [[είδος]]) αυτός που παρουσιάζει [[μεγάλη]] [[τάση]] συγκράτησης ή προσρόφησης μορίων νερού<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[υδρόφιλος]]<br />[[άτομο]] που διακατέχεται από την [[επιθυμία]] να πίνει διαρκώς [[νερό]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «υδρόφιλο [[βαμβάκι]]»<br /><b>(φαρμ.)</b> ειδικό [[βαμβάκι]] που, ύστερα από [[κατεργασία]], παρουσιάζει [[μεγάλη]] [[απορροφητικότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>hydrophilous</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>[[ο]]- <span style="color: red;">+</span> [[φίλος]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που αγαπά το νερό, υδροχαρής
2. βοτ. (για φυτά) αυτός του οποίου η επικονίαση γίνεται με τη βοήθεια του νερού
3. χημ. (για χημ. είδος) αυτός που παρουσιάζει μεγάλη τάση συγκράτησης ή προσρόφησης μορίων νερού
4. το αρσ. ως ουσ. ο υδρόφιλος
άτομο που διακατέχεται από την επιθυμία να πίνει διαρκώς νερό
5. φρ. «υδρόφιλο βαμβάκι»
(φαρμ.) ειδικό βαμβάκι που, ύστερα από κατεργασία, παρουσιάζει μεγάλη απορροφητικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrophilous (< υδρο- + φίλος)].