τετράσημος: Difference between revisions
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(41) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[τετράσημος]], -ον, ΝΑ<br /><b>(μετρ.)</b> αυτός που αποτελείται από [[τέσσερεις]] πρώτους χρόνους ή [[τέσσερα]] [[σημεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο / [[τετράσημος]], -ον, ΝΑ<br /><b>(μετρ.)</b> αυτός που αποτελείται από [[τέσσερεις]] πρώτους χρόνους ή [[τέσσερα]] [[σημεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[τετράσημος]]<br />[[μετρικός]] [[πόδας]] που αποτελείται από [[τέσσερα]] [[σημεία]], [[δηλαδή]] βραχείες συλλαβές, χωρισμένες ή ενωμένες σε μακρές, όπως π.χ. ο [[πους]] -υυ, αλλ. [[τετράχρονος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράσημο</i><br /><b>μουσ.</b> το τετραμερές [[μέτρο]] ή ο [[τετραμερής]] [[ρυθμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>σημος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 14 January 2019
English (LSJ)
ον, in Music,
A of four time-units, Aristid. Quint.1.16; πούς Heph.6.1, cf. Quint.Inst.9.4.51; ἐπιπλοκή Sch. Heph.p.110 C.
German (Pape)
[Seite 1099] von oder mit vier Zeichen, Längen in der Metrik, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
τετράσημος: [ᾰ], -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων σημείων· ἐν τῇ μουσικῇ, ὁ ἐκ τεσσάρων εἰδῶν χρόνου, Ἀριστείδ. Κόϊντ. σ. 35, 37, Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ. σ. 163, 4, Osann Anal. Cr. σ. 76, Auctar. Lex. σ. 157.
Greek Monolingual
-η, -ο / τετράσημος, -ον, ΝΑ
(μετρ.) αυτός που αποτελείται από τέσσερεις πρώτους χρόνους ή τέσσερα σημεία
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο τετράσημος
μετρικός πόδας που αποτελείται από τέσσερα σημεία, δηλαδή βραχείες συλλαβές, χωρισμένες ή ενωμένες σε μακρές, όπως π.χ. ο πους -υυ, αλλ. τετράχρονος
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράσημο
μουσ. το τετραμερές μέτρο ή ο τετραμερής ρυθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -σημος (< σῆμα), πρβλ. δί-σημος].