επίμαχος: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
(13)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίμαχος]], -ον) [[επιμάχομαι]]<br />αυτός για την [[απόκτηση]] του οποίου γίνεται [[μάχη]] («τὴν πόλιν ἐπίμαχον τὰς Φίλας ἀεὶ τυγχάνουσαν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο γίνεται πολλή [[συζήτηση]], αμφισβητούμενος («επίμαχο [[ζήτημα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[επίμαχος]]<br />[[πτηνό]] της οικογένειας τών παραδεισίων με πολύ [[μακριά]] [[ουρά]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[έτοιμος]] για [[μάχη]], ο [[ετοιμοπόλεμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευπρόσβλητος]], [[ευκολοκυρίευτος]] («τῇ ἦν ἐπίμαχον τὸ [[χωρίον]] τῆς ἀκροπόλιος»)<br /><b>2.</b> [[απόρθητος]]<br /><b>3.</b> [[σύμμαχος]], [[βοηθός]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίμαχος]], -ον) [[επιμάχομαι]]<br />αυτός για την [[απόκτηση]] του οποίου γίνεται [[μάχη]] («τὴν πόλιν ἐπίμαχον τὰς Φίλας ἀεὶ τυγχάνουσαν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο γίνεται πολλή [[συζήτηση]], αμφισβητούμενος («επίμαχο [[ζήτημα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[επίμαχος]]<br />[[πτηνό]] της οικογένειας τών παραδεισίων με πολύ [[μακριά]] [[ουρά]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[έτοιμος]] για [[μάχη]], ο [[ετοιμοπόλεμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευπρόσβλητος]], [[ευκολοκυρίευτος]] («τῇ ἦν ἐπίμαχον τὸ [[χωρίον]] τῆς ἀκροπόλιος»)<br /><b>2.</b> [[απόρθητος]]<br /><b>3.</b> [[σύμμαχος]], [[βοηθός]].
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίμαχος, -ον) επιμάχομαι
αυτός για την απόκτηση του οποίου γίνεται μάχη («τὴν πόλιν ἐπίμαχον τὰς Φίλας ἀεὶ τυγχάνουσαν»)
νεοελλ.
1. αυτός για τον οποίο γίνεται πολλή συζήτηση, αμφισβητούμενος («επίμαχο ζήτημα»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο επίμαχος
πτηνό της οικογένειας τών παραδεισίων με πολύ μακριά ουρά
αρχ.-μσν.
ο έτοιμος για μάχη, ο ετοιμοπόλεμος
αρχ.
1. ευπρόσβλητος, ευκολοκυρίευτος («τῇ ἦν ἐπίμαχον τὸ χωρίον τῆς ἀκροπόλιος»)
2. απόρθητος
3. σύμμαχος, βοηθός.