ὀσμηρός: Difference between revisions

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
(29)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀσμηρός]], -ά, -όν)<br />αυτός που αναδίδει [[οσμή]], [[οσμήρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[οσμηρός]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] σολομονοειδών ευρύαλων ιχθύων της οικογένειας οσμηρίδες, συγγενικών του σολομού και της πέστροφας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>πιθ.</b> το [[φυτό]] [[μηδική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀσμή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τολμ</i>-<i>ηρός</i>). Η λ. ως επιστημον. όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>osmerus</i>].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀσμηρός]], -ά, -όν)<br />αυτός που αναδίδει [[οσμή]], [[οσμήρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[οσμηρός]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] σολομονοειδών ευρύαλων ιχθύων της οικογένειας οσμηρίδες, συγγενικών του σολομού και της πέστροφας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>πιθ.</b> το [[φυτό]] [[μηδική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀσμή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τολμ</i>-<i>ηρός</i>). Η λ. ως επιστημον. όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>osmerus</i>].
}}
}}

Revision as of 11:25, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀσμηρός Medium diacritics: ὀσμηρός Low diacritics: οσμηρός Capitals: ΟΣΜΗΡΟΣ
Transliteration A: osmērós Transliteration B: osmēros Transliteration C: osmiros Beta Code: o)smhro/s

English (LSJ)

ά, όν, = foreg., Id.Fr.74.57.    2 ὀσμηρός, ὁ, = μηδική, prob. in Ps.-Dsc.2.147.

German (Pape)

[Seite 396] = Vorigem, Nic. frg. 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀσμηρός, -ά, -όν)
αυτός που αναδίδει οσμή, οσμήρης
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οσμηρός
ζωολ. γένος σολομονοειδών ευρύαλων ιχθύων της οικογένειας οσμηρίδες, συγγενικών του σολομού και της πέστροφας
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. πιθ. το φυτό μηδική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + κατάλ. -ηρός (πρβλ. τολμ-ηρός). Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. osmerus].