ὁδηγητής: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(28) |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. [[οδηγήτρια]] και οδηγήτρα (ΑΜ [[ὁδηγητήρ]], -ῆρος)<br />αυτός που οδηγεί, [[οδηγός]]<br />/ <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[καθοδηγητής]], ο [[ηγέτης]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b | |mltxt=ο, θηλ. [[οδηγήτρια]] και οδηγήτρα (ΑΜ [[ὁδηγητήρ]], -ῆρος)<br />αυτός που οδηγεί, [[οδηγός]]<br />/ <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[καθοδηγητής]], ο [[ηγέτης]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> η [[οδηγήτρια]]<br />α) σταθερή [[γραμμή]] ή [[καμπύλη]] η οποία χρησιμεύει ως [[οδηγός]] για την [[περιγραφή]] καμπύλης ή επιφάνειας<br />β) <b>τεχνολ.</b> ο [[οδηγός]], η [[ευθυντηρία]]<br />γ) [[αυλάκωση]] της [[κάννης]] του πυροβόλου, [[εντομή]]<br />δ) <b>εκκλ.</b> i) [[προσωνυμία]] της Παναγίας, η οποία καθοδηγεί τους πιστούς που τήν επικαλούνται<br />ii) [[τύπος]] βυζαντινής εικόνας της Θεοτόκου, η οποία κάθεται σε θρόνο και κρατά με το αριστερό [[χέρι]] το [[θείο]] [[βρέφος]]<br />iii) [[ονομασία]] διαφόρων εκκλησιών και μοναστηριών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁδηγῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> / <i>τρια</i>. Ο τ. [[ὁδηγητήρ]] <span style="color: red;"><</span> <i>ὁδηγῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τιμωρη</i>-<i>τήρ</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 14 January 2019
German (Pape)
[Seite 292] ὁ, Wegweiser, Führer, u. übh. der wozu anleitet, Lehrmeister, Sp.
Greek Monolingual
ο, θηλ. οδηγήτρια και οδηγήτρα (ΑΜ ὁδηγητήρ, -ῆρος)
αυτός που οδηγεί, οδηγός
/ νεοελλ.
1. ο καθοδηγητής, ο ηγέτης
2. το θηλ. η οδηγήτρια
α) σταθερή γραμμή ή καμπύλη η οποία χρησιμεύει ως οδηγός για την περιγραφή καμπύλης ή επιφάνειας
β) τεχνολ. ο οδηγός, η ευθυντηρία
γ) αυλάκωση της κάννης του πυροβόλου, εντομή
δ) εκκλ. i) προσωνυμία της Παναγίας, η οποία καθοδηγεί τους πιστούς που τήν επικαλούνται
ii) τύπος βυζαντινής εικόνας της Θεοτόκου, η οποία κάθεται σε θρόνο και κρατά με το αριστερό χέρι το θείο βρέφος
iii) ονομασία διαφόρων εκκλησιών και μοναστηριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδηγῶ + κατάλ. -της / τρια. Ο τ. ὁδηγητήρ < ὁδηγῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. τιμωρη-τήρ)].