άπειρος: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (AM [[ἄπειρος]], -ον) [[πείρα]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[πείρα]] σε [[κάτι]], που δεν το γνωρίζει, ο [[ασυνήθιστος]]<br /><b>2.</b> <b>(απολ.)</b> [[αδαής]], [[αμαθής]].<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο (AM [[ἄπειρος]], -ον) [[πείραρ]], [[πέρας]]]]<br /><b>1.</b> [[απεριόριστος]], [[απέραντος]]<br /><b>2.</b> [[αμέτρητος]], [[απειροπληθής]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[άπειρο]](<i>ν</i>)<br />το αχανές, η άπειρη ύλη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «<i>επ</i>' <i>άπειρον</i>» — [[χωρίς]] [[τέλος]], αιώνια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] [[τέλος]], [[ατελεύτητος]], [[κυκλικός]]<br /><b>2.</b> (για ενδύματα) αυτός στον οποίο μπλέκεται [[κανείς]] [[χωρίς]] διέξοδο, [[χωρίς]] [[διαφυγή]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (AM [[ἄπειρος]], -ον) [[πείρα]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[πείρα]] σε [[κάτι]], που δεν το γνωρίζει, ο [[ασυνήθιστος]]<br /><b>2.</b> <b>(απολ.)</b> [[αδαής]], [[αμαθής]].<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο (AM [[ἄπειρος]], -ον) [[πείραρ]], [[πέρας]]]]<br /><b>1.</b> [[απεριόριστος]], [[απέραντος]]<br /><b>2.</b> [[αμέτρητος]], [[απειροπληθής]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[άπειρο]](<i>ν</i>)<br />το αχανές, η άπειρη ύλη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «<i>επ</i>' <i>άπειρον</i>» — [[χωρίς]] [[τέλος]], αιώνια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] [[τέλος]], [[ατελεύτητος]], [[κυκλικός]]<br /><b>2.</b> (για ενδύματα) αυτός στον οποίο μπλέκεται [[κανείς]] [[χωρίς]] διέξοδο, [[χωρίς]] [[διαφυγή]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (AM ἄπειρος, -ον) πείρα
1. αυτός που δεν έχει πείρα σε κάτι, που δεν το γνωρίζει, ο ασυνήθιστος
2. (απολ.) αδαής, αμαθής.
(II)
-η, -ο (AM ἄπειρος, -ον) πείραρ, πέρας]]
1. απεριόριστος, απέραντος
2. αμέτρητος, απειροπληθής
3. το ουδ. ως ουσ. το άπειρο(ν)
το αχανές, η άπειρη ύλη
νεοελλ.
φρ. «επ' άπειρον» — χωρίς τέλος, αιώνια
αρχ.
1. ο χωρίς τέλος, ατελεύτητος, κυκλικός
2. (για ενδύματα) αυτός στον οποίο μπλέκεται κανείς χωρίς διέξοδο, χωρίς διαφυγή.