αναγνωστικός: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(3) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναγνωστικός]], -ή, -όν) [[ἀνάγνωσις]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με την [[ανάγνωση]]<br /><b>2.</b> αυτός που αγαπά την [[ανάγνωση]], ο [[φιλαναγνώστης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναγνωστικός]], -ή, -όν) [[ἀνάγνωσις]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με την [[ανάγνωση]]<br /><b>2.</b> αυτός που αγαπά την [[ανάγνωση]], ο [[φιλαναγνώστης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[αναγνωστικό]]<br />α) [[βιβλίο]] που χρησιμοποιείται στην κατώτερη [[εκπαίδευση]] για [[άσκηση]] στην [[ανάγνωση]]<br />β) [[βιβλίο]] με λογοτεχνικά και άλλα [[κείμενα]], που χρησιμοποιείται στην [[τάξη]] για τη γλωσσική, [[αισθητική]] ή [[ηθική]] [[αγωγή]] τών μαθητών<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ικανός]] ή ο [[κατάλληλος]] για [[ανάγνωση]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:30, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀναγνωστικός, -ή, -όν) ἀνάγνωσις
1. ο σχετικός με την ανάγνωση
2. αυτός που αγαπά την ανάγνωση, ο φιλαναγνώστης
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το αναγνωστικό
α) βιβλίο που χρησιμοποιείται στην κατώτερη εκπαίδευση για άσκηση στην ανάγνωση
β) βιβλίο με λογοτεχνικά και άλλα κείμενα, που χρησιμοποιείται στην τάξη για τη γλωσσική, αισθητική ή ηθική αγωγή τών μαθητών
αρχ.
ο ικανός ή ο κατάλληλος για ανάγνωση.