κατιών: Difference between revisions
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(20) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ούσα, -όν [[κάτειμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που κατέρχεται ή φέρεται [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ούσα, -όν [[κάτειμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που κατέρχεται ή φέρεται [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[κατιόν]] <b>χημ.</b><br />α) θετικώς φορτισμένο ιόν το οποίο οδεύει [[προς]] την κάθοδο [[κατά]] την [[ηλεκτρόλυση]] ενός διαλύματος<br />β) [[άτομο]] ή [[ομάδα]] ατόμων τα οποία ύστερα από [[απώλεια]] ηλεκτρονίων φέρουν θετικό [[φορτίο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) <b>(νομ.)</b> «[[κατιόντες]] συγγενείς» ή «οι [[κατιόντες]]» — οι συγγενείς που κατάγονται από κάποιο [[πρόσωπο]] κατ' [[ευθεία]] [[γραμμή]]<br />β) <b>μουσ.</b> «κατιούσα [[κλίμακα]]» ή «[[κατιόντες]] φθόγγοι» — οι φθόγγοι οι οποίοι κατέρχονται διαδοχικά από τον οξύτερο [[προς]] τον βαρύτερο<br />γ) (βυζ. μουσ.) «[[κατιών]] [[χαρακτήρας]]» — [[σημείο]] της βυζαντινής παρασημαντικής που επιβάλλει την [[κατάβαση]] της φωνής και που ανήκει στην [[κατηγορία]] τών χαρακτήρων ποσότητας. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:30, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ούσα, -όν κάτειμι
1. αυτός που κατέρχεται ή φέρεται προς τα κάτω
2. το ουδ. ως ουσ. το κατιόν χημ.
α) θετικώς φορτισμένο ιόν το οποίο οδεύει προς την κάθοδο κατά την ηλεκτρόλυση ενός διαλύματος
β) άτομο ή ομάδα ατόμων τα οποία ύστερα από απώλεια ηλεκτρονίων φέρουν θετικό φορτίο
3. φρ. α) (νομ.) «κατιόντες συγγενείς» ή «οι κατιόντες» — οι συγγενείς που κατάγονται από κάποιο πρόσωπο κατ' ευθεία γραμμή
β) μουσ. «κατιούσα κλίμακα» ή «κατιόντες φθόγγοι» — οι φθόγγοι οι οποίοι κατέρχονται διαδοχικά από τον οξύτερο προς τον βαρύτερο
γ) (βυζ. μουσ.) «κατιών χαρακτήρας» — σημείο της βυζαντινής παρασημαντικής που επιβάλλει την κατάβαση της φωνής και που ανήκει στην κατηγορία τών χαρακτήρων ποσότητας.