ζεσταίνω: Difference between revisions

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Μ [[ζεσταίνω]])<br />[[κάνω]] [[κάτι]] ζεστό, [[θερμαίνω]] («ζέστανε το [[φαγητό]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[θερμός]], [[ζεστός]], θερμαίνομαι («ο [[καιρός]] άρχισε να ζεσταίνει»)<br /><b>2.</b> [[υποστηρίζω]], [[υποθάλπω]], [[ενθαρρύνω]] («μέ ζέστανες [[λιγάκι]] με τα καλά σου [[λόγια]]»)<br /><b>3.</b> (για όρνιθα <b>κ.λπ.</b>) κλωσσάω τα αβγά<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>ζεσταίνομαι</i> και -<i>ουμαι</i><br />α) [[αισθάνομαι]] [[θερμότητα]] ή έχω το [[σώμα]] μου ζεστό, [[καψώνω]], [[ανάβω]] («ζεσταίνομαι πολύ [[σήμερα]]»)<br />β) ενθαρρύνομαι, εγκαρδιώνομαι<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ζεστάθηκε το [[κόκαλο]] του» — κρύωνε και θερμάνθηκε<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> «ο [[κρύος]] ζεσταίνει τον παγωμένο» — για ασθενείς ή φτωχούς οι οποίοι βοηθούν τους ομοίους τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζεστός]] [[κατά]] <i>το [[θερμαίνω]].
|mltxt=(Μ [[ζεσταίνω]])<br />[[κάνω]] [[κάτι]] ζεστό, [[θερμαίνω]] («ζέστανε το [[φαγητό]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[θερμός]], [[ζεστός]], θερμαίνομαι («ο [[καιρός]] άρχισε να ζεσταίνει»)<br /><b>2.</b> [[υποστηρίζω]], [[υποθάλπω]], [[ενθαρρύνω]] («μέ ζέστανες [[λιγάκι]] με τα καλά σου [[λόγια]]»)<br /><b>3.</b> (για όρνιθα <b>κ.λπ.</b>) κλωσσάω τα αβγά<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>ζεσταίνομαι</i> και -<i>ουμαι</i><br />α) [[αισθάνομαι]] [[θερμότητα]] ή έχω το [[σώμα]] μου ζεστό, [[καψώνω]], [[ανάβω]] («ζεσταίνομαι πολύ [[σήμερα]]»)<br />β) ενθαρρύνομαι, εγκαρδιώνομαι<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ζεστάθηκε το [[κόκαλο]] του» — κρύωνε και θερμάνθηκε<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> «ο [[κρύος]] ζεσταίνει τον παγωμένο» — για ασθενείς ή φτωχούς οι οποίοι βοηθούν τους ομοίους τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζεστός]] [[κατά]] το [[θερμαίνω]].
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 14 January 2019

Greek Monolingual

ζεσταίνω)
κάνω κάτι ζεστό, θερμαίνω («ζέστανε το φαγητό»)
νεοελλ.
1. γίνομαι θερμός, ζεστός, θερμαίνομαι («ο καιρός άρχισε να ζεσταίνει»)
2. υποστηρίζω, υποθάλπω, ενθαρρύνω («μέ ζέστανες λιγάκι με τα καλά σου λόγια»)
3. (για όρνιθα κ.λπ.) κλωσσάω τα αβγά
4. μέσ. ζεσταίνομαι και -ουμαι
α) αισθάνομαι θερμότητα ή έχω το σώμα μου ζεστό, καψώνω, ανάβω («ζεσταίνομαι πολύ σήμερα»)
β) ενθαρρύνομαι, εγκαρδιώνομαι
5. φρ. «ζεστάθηκε το κόκαλο του» — κρύωνε και θερμάνθηκε
6. παροιμ. «ο κρύος ζεσταίνει τον παγωμένο» — για ασθενείς ή φτωχούς οι οποίοι βοηθούν τους ομοίους τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεστός κατά το θερμαίνω.