υπογάστριος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπογάστριος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[υπογάστριο]] και <i>τὸ [[ὑπογάστριον]]<br />το κατώτερο [[μέρος]] του πρόσθιου κοιλιακού τοιχώματος, που ορίζεται [[προς]] τα [[επάνω]] από τη νοητή [[γραμμή]] η οποία συνδέει τις λαγόνιες ακρολοφίες και [[προς]] τα [[κάτω]] από τους βουβωνικούς συνδέσμους στα [[πλάγια]] και την ηβική [[σύμφυση]] στο [[κέντρο]] (α. «είχε βαθύ [[τραύμα]] στο [[υπογάστριο]]» β. «τὰ πλευρὰ [[κάτω]] καθήκει συνάπτοντα πρὸς τὸ [[ὑπογάστριον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ανατ.-ιατρ.) αυτός που βρίσκεται ή αναφέρεται στο [[κάτω]] [[μέρος]] της κοιλιάς, υποκοίλιος (α. «υπογάστρια [[αρτηρία]]» β. [[υπογάστριο]] [[άλγος]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>ναυτ.</b> καθένα από τα [[μακριά]] ξύλα στα οποία στηρίζεται η [[γάστρα]] του πλοίου [[πριν]] από την καθέλκυσή του, επιτροπίδιο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «μαλακό [[υπογάστριο]]»<br /><b>μτφ.</b> το ασθενέστερο από αμυντική [[άποψη]] [[μέρος]] μιας περιοχής ή μιας χώρας<br />β) «[[υπογάστριο]] [[πλέγμα]]»<br /><b>ανατ.</b> νευρικό [[πλέγμα]] της πυελική μοίρας του συμπαθητικού συστήματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σαρκικός]], [[σεξουαλικός]] («ὑπογάστριοι οἶστροι» — σαρκικές ηδονές, σαρκικές επιθυμίες, Φίλ.)·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γαστήρ]], <i>γαστρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιος</i>. Το νεοελλ. [[υπογάστριο]] [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>hypogastrium</i>].
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπογάστριος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[υπογάστριο]] και τὸ [[ὑπογάστριον]]<br />το κατώτερο [[μέρος]] του πρόσθιου κοιλιακού τοιχώματος, που ορίζεται [[προς]] τα [[επάνω]] από τη νοητή [[γραμμή]] η οποία συνδέει τις λαγόνιες ακρολοφίες και [[προς]] τα [[κάτω]] από τους βουβωνικούς συνδέσμους στα [[πλάγια]] και την ηβική [[σύμφυση]] στο [[κέντρο]] (α. «είχε βαθύ [[τραύμα]] στο [[υπογάστριο]]» β. «τὰ πλευρὰ [[κάτω]] καθήκει συνάπτοντα πρὸς τὸ [[ὑπογάστριον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ανατ.-ιατρ.) αυτός που βρίσκεται ή αναφέρεται στο [[κάτω]] [[μέρος]] της κοιλιάς, υποκοίλιος (α. «υπογάστρια [[αρτηρία]]» β. [[υπογάστριο]] [[άλγος]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>ναυτ.</b> καθένα από τα [[μακριά]] ξύλα στα οποία στηρίζεται η [[γάστρα]] του πλοίου [[πριν]] από την καθέλκυσή του, επιτροπίδιο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «μαλακό [[υπογάστριο]]»<br /><b>μτφ.</b> το ασθενέστερο από αμυντική [[άποψη]] [[μέρος]] μιας περιοχής ή μιας χώρας<br />β) «[[υπογάστριο]] [[πλέγμα]]»<br /><b>ανατ.</b> νευρικό [[πλέγμα]] της πυελική μοίρας του συμπαθητικού συστήματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σαρκικός]], [[σεξουαλικός]] («ὑπογάστριοι οἶστροι» — σαρκικές ηδονές, σαρκικές επιθυμίες, Φίλ.)·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γαστήρ]], <i>γαστρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιος</i>. Το νεοελλ. [[υπογάστριο]] [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>hypogastrium</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:45, 14 January 2019

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπογάστριος, -ον, ΝΜΑ
το ουδ. ως ουσ. το υπογάστριο και τὸ ὑπογάστριον
το κατώτερο μέρος του πρόσθιου κοιλιακού τοιχώματος, που ορίζεται προς τα επάνω από τη νοητή γραμμή η οποία συνδέει τις λαγόνιες ακρολοφίες και προς τα κάτω από τους βουβωνικούς συνδέσμους στα πλάγια και την ηβική σύμφυση στο κέντρο (α. «είχε βαθύ τραύμα στο υπογάστριο» β. «τὰ πλευρὰ κάτω καθήκει συνάπτοντα πρὸς τὸ ὑπογάστριον», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. (ανατ.-ιατρ.) αυτός που βρίσκεται ή αναφέρεται στο κάτω μέρος της κοιλιάς, υποκοίλιος (α. «υπογάστρια αρτηρία» β. υπογάστριο άλγος»)
2. το ουδ. ως ουσ.
ναυτ. καθένα από τα μακριά ξύλα στα οποία στηρίζεται η γάστρα του πλοίου πριν από την καθέλκυσή του, επιτροπίδιο
3. φρ. α) «μαλακό υπογάστριο»
μτφ. το ασθενέστερο από αμυντική άποψη μέρος μιας περιοχής ή μιας χώρας
β) «υπογάστριο πλέγμα»
ανατ. νευρικό πλέγμα της πυελική μοίρας του συμπαθητικού συστήματος
μσν.-αρχ.
σαρκικός, σεξουαλικός («ὑπογάστριοι οἶστροι» — σαρκικές ηδονές, σαρκικές επιθυμίες, Φίλ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + γαστήρ, γαστρός + επίθημα -ιος. Το νεοελλ. υπογάστριο είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypogastrium].