υπογάστριος

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπογάστριος, -ον, ΝΜΑ
το ουδ. ως ουσ. το υπογάστριο και τὸ ὑπογάστριον
το κατώτερο μέρος του πρόσθιου κοιλιακού τοιχώματος, που ορίζεται προς τα επάνω από τη νοητή γραμμή η οποία συνδέει τις λαγόνιες ακρολοφίες και προς τα κάτω από τους βουβωνικούς συνδέσμους στα πλάγια και την ηβική σύμφυση στο κέντρο (α. «είχε βαθύ τραύμα στο υπογάστριο» β. «τὰ πλευρὰ κάτω καθήκει συνάπτοντα πρὸς τὸ ὑπογάστριον», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. (ανατ.-ιατρ.) αυτός που βρίσκεται ή αναφέρεται στο κάτω μέρος της κοιλιάς, υποκοίλιος (α. «υπογάστρια αρτηρία» β. υπογάστριο άλγος»)
2. το ουδ. ως ουσ.
ναυτ. καθένα από τα μακριά ξύλα στα οποία στηρίζεται η γάστρα του πλοίου πριν από την καθέλκυσή του, επιτροπίδιο
3. φρ. α) «μαλακό υπογάστριο»
μτφ. το ασθενέστερο από αμυντική άποψη μέρος μιας περιοχής ή μιας χώρας
β) «υπογάστριο πλέγμα»
ανατ. νευρικό πλέγμα της πυελική μοίρας του συμπαθητικού συστήματος
μσν.-αρχ.
σαρκικός, σεξουαλικός («ὑπογάστριοι οἶστροι» — σαρκικές ηδονές, σαρκικές επιθυμίες, Φίλ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + γαστήρ, γαστρός + επίθημα -ιος. Το νεοελλ. υπογάστριο είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypogastrium].