Στυξ: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
(39)
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-υγός, η / [[Στύξ]], ΝΑ, και Στύγο Ν<br /><b>μυθ.</b><br /><b>1.</b> [[φοβερός]] [[ποταμός]] που διαρρέει τον Κάτω Κόσμο και τον συγκρατεί και στού οποίου τα νερά οι θεοί έδιναν απαράβατους όρκους<br /><b>2.</b> (στον Όμ. και [[κυρίως]] στην [[Οδύσσεια]]) ο [[χώρος]] περιπλάνησης τών σκιών τών [[νεκρών]] εκείνων που διέπραξαν [[κακό]] και δεν απολάμβαναν τις αρμόζουσες νεκρικές τιμές<br /><b>3.</b> (στον Ησίοδο) [[κόρη]] του Ωκεανού και της Τηθύος<br /><b>4.</b> (σύμφωνα με την επικρατέστερη [[παράδοση]]) [[σύζυγος]] του Πάλλοντος που έλαβε ενεργό [[μέρος]] στο [[πλευρό]] του [[Διός]] στη [[μάχη]] [[εναντίον]] τών Τιτάνων<br /><b>5.</b> πολύ ψυχρή, θανατηφόρα [[πηγή]] στην Αρκαδία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως προσηγ.</b> <i>ἡ [[στύξ]]<br /><b>1.</b> μυθικό [[τέρας]] που προξενούσε φόβο<br /><b>2.</b> παγερό και διαπεραστικό [[ψύχος]]<br /><b>3.</b> [[μίσος]], [[αποστροφή]] και, [[ιδίως]], [[προς]] το ανθρώπινο [[γένος]]<br /><b>4.</b> [[σκώψ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[Στύξ]] (<span style="color: red;"><</span> <i>στυγ</i>-<i>ς</i>) αποτελεί [[ριζικό]] όν. σχηματισμένο από θ. <i>στυγ</i>- (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> <i>στυγῶ</i>). Η λ. χρησιμοποιήθηκε και με σημ. «[[είδος]] μικρής γλαύκας, [[σκώψ]]» πιθ. από συμφυρμό [[προς]] τον τ. [[στρίγξ]]].
|mltxt=-υγός, η / [[Στύξ]], ΝΑ, και Στύγο Ν<br /><b>μυθ.</b><br /><b>1.</b> [[φοβερός]] [[ποταμός]] που διαρρέει τον Κάτω Κόσμο και τον συγκρατεί και στού οποίου τα νερά οι θεοί έδιναν απαράβατους όρκους<br /><b>2.</b> (στον Όμ. και [[κυρίως]] στην [[Οδύσσεια]]) ο [[χώρος]] περιπλάνησης τών σκιών τών [[νεκρών]] εκείνων που διέπραξαν [[κακό]] και δεν απολάμβαναν τις αρμόζουσες νεκρικές τιμές<br /><b>3.</b> (στον Ησίοδο) [[κόρη]] του Ωκεανού και της Τηθύος<br /><b>4.</b> (σύμφωνα με την επικρατέστερη [[παράδοση]]) [[σύζυγος]] του Πάλλοντος που έλαβε ενεργό [[μέρος]] στο [[πλευρό]] του [[Διός]] στη [[μάχη]] [[εναντίον]] τών Τιτάνων<br /><b>5.</b> πολύ ψυχρή, θανατηφόρα [[πηγή]] στην Αρκαδία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως προσηγ.</b> ἡ [[στύξ]]<br /><b>1.</b> μυθικό [[τέρας]] που προξενούσε φόβο<br /><b>2.</b> παγερό και διαπεραστικό [[ψύχος]]<br /><b>3.</b> [[μίσος]], [[αποστροφή]] και, [[ιδίως]], [[προς]] το ανθρώπινο [[γένος]]<br /><b>4.</b> [[σκώψ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[Στύξ]] (<span style="color: red;"><</span> <i>στυγ</i>-<i>ς</i>) αποτελεί [[ριζικό]] όν. σχηματισμένο από θ. <i>στυγ</i>- (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> <i>στυγῶ</i>). Η λ. χρησιμοποιήθηκε και με σημ. «[[είδος]] μικρής γλαύκας, [[σκώψ]]» πιθ. από συμφυρμό [[προς]] τον τ. [[στρίγξ]]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-υγός, η / [[Στύξ]], ΝΑ, και Στύγο Ν<br /><b>μυθ.</b><br /><b>1.</b> [[φοβερός]] [[ποταμός]] που διαρρέει τον Κάτω Κόσμο και τον συγκρατεί και στού οποίου τα νερά οι θεοί έδιναν απαράβατους όρκους<br /><b>2.</b> (στον Όμ. και [[κυρίως]] στην [[Οδύσσεια]]) ο [[χώρος]] περιπλάνησης τών σκιών τών [[νεκρών]] εκείνων που διέπραξαν [[κακό]] και δεν απολάμβαναν τις αρμόζουσες νεκρικές τιμές<br /><b>3.</b> (στον Ησίοδο) [[κόρη]] του Ωκεανού και της Τηθύος<br /><b>4.</b> (σύμφωνα με την επικρατέστερη [[παράδοση]]) [[σύζυγος]] του Πάλλοντος που έλαβε ενεργό [[μέρος]] στο [[πλευρό]] του [[Διός]] στη [[μάχη]] [[εναντίον]] τών Τιτάνων<br /><b>5.</b> πολύ ψυχρή, θανατηφόρα [[πηγή]] στην Αρκαδία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως προσηγ.</b> <i>ἡ [[στύξ]]<br /><b>1.</b> μυθικό [[τέρας]] που προξενούσε φόβο<br /><b>2.</b> παγερό και διαπεραστικό [[ψύχος]]<br /><b>3.</b> [[μίσος]], [[αποστροφή]] και, [[ιδίως]], [[προς]] το ανθρώπινο [[γένος]]<br /><b>4.</b> [[σκώψ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[Στύξ]] (<span style="color: red;"><</span> <i>στυγ</i>-<i>ς</i>) αποτελεί [[ριζικό]] όν. σχηματισμένο από θ. <i>στυγ</i>- (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> <i>στυγῶ</i>). Η λ. χρησιμοποιήθηκε και με σημ. «[[είδος]] μικρής γλαύκας, [[σκώψ]]» πιθ. από συμφυρμό [[προς]] τον τ. [[στρίγξ]]].
|mltxt=-υγός, η / [[Στύξ]], ΝΑ, και Στύγο Ν<br /><b>μυθ.</b><br /><b>1.</b> [[φοβερός]] [[ποταμός]] που διαρρέει τον Κάτω Κόσμο και τον συγκρατεί και στού οποίου τα νερά οι θεοί έδιναν απαράβατους όρκους<br /><b>2.</b> (στον Όμ. και [[κυρίως]] στην [[Οδύσσεια]]) ο [[χώρος]] περιπλάνησης τών σκιών τών [[νεκρών]] εκείνων που διέπραξαν [[κακό]] και δεν απολάμβαναν τις αρμόζουσες νεκρικές τιμές<br /><b>3.</b> (στον Ησίοδο) [[κόρη]] του Ωκεανού και της Τηθύος<br /><b>4.</b> (σύμφωνα με την επικρατέστερη [[παράδοση]]) [[σύζυγος]] του Πάλλοντος που έλαβε ενεργό [[μέρος]] στο [[πλευρό]] του [[Διός]] στη [[μάχη]] [[εναντίον]] τών Τιτάνων<br /><b>5.</b> πολύ ψυχρή, θανατηφόρα [[πηγή]] στην Αρκαδία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως προσηγ.</b> ἡ [[στύξ]]<br /><b>1.</b> μυθικό [[τέρας]] που προξενούσε φόβο<br /><b>2.</b> παγερό και διαπεραστικό [[ψύχος]]<br /><b>3.</b> [[μίσος]], [[αποστροφή]] και, [[ιδίως]], [[προς]] το ανθρώπινο [[γένος]]<br /><b>4.</b> [[σκώψ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[Στύξ]] (<span style="color: red;"><</span> <i>στυγ</i>-<i>ς</i>) αποτελεί [[ριζικό]] όν. σχηματισμένο από θ. <i>στυγ</i>- (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> <i>στυγῶ</i>). Η λ. χρησιμοποιήθηκε και με σημ. «[[είδος]] μικρής γλαύκας, [[σκώψ]]» πιθ. από συμφυρμό [[προς]] τον τ. [[στρίγξ]]].
}}
}}

Revision as of 14:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

-υγός, η / Στύξ, ΝΑ, και Στύγο Ν
μυθ.
1. φοβερός ποταμός που διαρρέει τον Κάτω Κόσμο και τον συγκρατεί και στού οποίου τα νερά οι θεοί έδιναν απαράβατους όρκους
2. (στον Όμ. και κυρίως στην Οδύσσεια) ο χώρος περιπλάνησης τών σκιών τών νεκρών εκείνων που διέπραξαν κακό και δεν απολάμβαναν τις αρμόζουσες νεκρικές τιμές
3. (στον Ησίοδο) κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος
4. (σύμφωνα με την επικρατέστερη παράδοση) σύζυγος του Πάλλοντος που έλαβε ενεργό μέρος στο πλευρό του Διός στη μάχη εναντίον τών Τιτάνων
5. πολύ ψυχρή, θανατηφόρα πηγή στην Αρκαδία
αρχ.
ως προσηγ.στύξ
1. μυθικό τέρας που προξενούσε φόβο
2. παγερό και διαπεραστικό ψύχος
3. μίσος, αποστροφή και, ιδίως, προς το ανθρώπινο γένος
4. σκώψ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. Στύξ (< στυγ-ς) αποτελεί ριζικό όν. σχηματισμένο από θ. στυγ- (για ετυμολ. βλ. λ. στυγῶ). Η λ. χρησιμοποιήθηκε και με σημ. «είδος μικρής γλαύκας, σκώψ» πιθ. από συμφυρμό προς τον τ. στρίγξ].

Greek Monolingual

-υγός, η / Στύξ, ΝΑ, και Στύγο Ν
μυθ.
1. φοβερός ποταμός που διαρρέει τον Κάτω Κόσμο και τον συγκρατεί και στού οποίου τα νερά οι θεοί έδιναν απαράβατους όρκους
2. (στον Όμ. και κυρίως στην Οδύσσεια) ο χώρος περιπλάνησης τών σκιών τών νεκρών εκείνων που διέπραξαν κακό και δεν απολάμβαναν τις αρμόζουσες νεκρικές τιμές
3. (στον Ησίοδο) κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος
4. (σύμφωνα με την επικρατέστερη παράδοση) σύζυγος του Πάλλοντος που έλαβε ενεργό μέρος στο πλευρό του Διός στη μάχη εναντίον τών Τιτάνων
5. πολύ ψυχρή, θανατηφόρα πηγή στην Αρκαδία
αρχ.
ως προσηγ.στύξ
1. μυθικό τέρας που προξενούσε φόβο
2. παγερό και διαπεραστικό ψύχος
3. μίσος, αποστροφή και, ιδίως, προς το ανθρώπινο γένος
4. σκώψ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. Στύξ (< στυγ-ς) αποτελεί ριζικό όν. σχηματισμένο από θ. στυγ- (για ετυμολ. βλ. λ. στυγῶ). Η λ. χρησιμοποιήθηκε και με σημ. «είδος μικρής γλαύκας, σκώψ» πιθ. από συμφυρμό προς τον τ. στρίγξ].