βυτίνα: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(7)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[βυτίνη]])<br />πήλινο [[δοχείο]] για [[νερό]], [[κρασί]] ή [[λάδι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ουροδοχείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. όπως [[είναι]] και πολλές άλλες λέξεις που δηλώνουν δοχεία (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμίς]], [[βούτη]] <b>κ.ά.</b>). Παράλληλα [[προς]] τον τ. [[βυτίνη]] υπάρχει ο τ. [[πυτίνη]] «[[πλεκτή]] [[φιάλη]] με [[επένδυση]] από κλαδιά ή φλοιό λυγαριάς». Δεν [[είναι]] γνωστό [[ποιος]] από τους δύο τύπους [[είναι]] [[προγενέστερος]]. Εάν θεωρηθεί ως [[αρχικός]] ο τ. [[βυτίνη]], [[είναι]] πιθανή η [[σύνδεση]] με τις γλώσσες του Ησυχίου <i>βύττος</i> «γυναικός [[αιδοίον]]», [[βύτανα]] «κόνδυλοι», ενώ με αρχικό τ. [[πυτίνη]] δεν αποκλείεται η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δάνεια λ., αν και μόνο ο τ. με το ηχηρό -<i>β</i>- απαντά στις ξένες γλώσσες. Το λατ. <i>butina</i> [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική<br /><b>[[πρβλ]].</b> [[επίσης]] και λατ. <i>buttis</i> «[[βαρέλι]]» &GT; <i>butticula</i>, <i>butticella</i>].
|mltxt=η (AM [[βυτίνη]])<br />πήλινο [[δοχείο]] για [[νερό]], [[κρασί]] ή [[λάδι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ουροδοχείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. όπως [[είναι]] και πολλές άλλες λέξεις που δηλώνουν δοχεία (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμίς]], [[βούτη]] <b>κ.ά.</b>). Παράλληλα [[προς]] τον τ. [[βυτίνη]] υπάρχει ο τ. [[πυτίνη]] «[[πλεκτή]] [[φιάλη]] με [[επένδυση]] από κλαδιά ή φλοιό λυγαριάς». Δεν [[είναι]] γνωστό [[ποιος]] από τους δύο τύπους [[είναι]] [[προγενέστερος]]. Εάν θεωρηθεί ως [[αρχικός]] ο τ. [[βυτίνη]], [[είναι]] πιθανή η [[σύνδεση]] με τις γλώσσες του Ησυχίου <i>βύττος</i> «γυναικός [[αιδοίον]]», [[βύτανα]] «κόνδυλοι», ενώ με αρχικό τ. [[πυτίνη]] δεν αποκλείεται η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δάνεια λ., αν και μόνο ο τ. με το ηχηρό -<i>β</i>- απαντά στις ξένες γλώσσες. Το λατ. <i>butina</i> [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική<br /><b>[[πρβλ]].</b> [[επίσης]] και λατ. <i>buttis</i> «[[βαρέλι]]» > <i>butticula</i>, <i>butticella</i>].
}}
}}

Revision as of 15:15, 15 January 2019

Greek Monolingual

η (AM βυτίνη)
πήλινο δοχείο για νερό, κρασί ή λάδι
αρχ.
ουροδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. όπως είναι και πολλές άλλες λέξεις που δηλώνουν δοχεία (πρβλ. αμίς, βούτη κ.ά.). Παράλληλα προς τον τ. βυτίνη υπάρχει ο τ. πυτίνη «πλεκτή φιάλη με επένδυση από κλαδιά ή φλοιό λυγαριάς». Δεν είναι γνωστό ποιος από τους δύο τύπους είναι προγενέστερος. Εάν θεωρηθεί ως αρχικός ο τ. βυτίνη, είναι πιθανή η σύνδεση με τις γλώσσες του Ησυχίου βύττος «γυναικός αιδοίον», βύτανα «κόνδυλοι», ενώ με αρχικό τ. πυτίνη δεν αποκλείεται η υπόθεση ότι πρόκειται για δάνεια λ., αν και μόνο ο τ. με το ηχηρό -β- απαντά στις ξένες γλώσσες. Το λατ. butina είναι δάνειο από την Ελληνική
πρβλ. επίσης και λατ. buttis «βαρέλι» > butticula, butticella].