λογής: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και λοής και, δ. τ., [[λογίς]], [[λογιών]] (Μ λογῆς, λογιῶν, λογήν)<br />[[είδος]] («τί [[λογής]] [[άνθρωπος]] [[είναι]] ο [[νέος]] [[συνάδελφος]];»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λογής]] [[λογής]]» ή «[[λογιών]] [[λογιών]]» — [[κάθε]] είδους, διαφόρων ειδών<br />θ) «μιας [[λογής]]» — με τον ίδιο τρόπο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εθνικότητα]], [[έθνος]]<br /><b>2.</b> ηθικό ή πνευματικό επίπεδο, [[ποιότητα]]<br /><b>3.</b> εξωτερική [[εμφάνιση]], [[μορφή]] («[[πρόσωπο]] χιλίων λογιῶν», Πανώρ.)<br />(«φουσάτα μάζωξεν... Σέρβους... καὶ πᾱσα λογῆς ἄλλης», Παλαμίδ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «διὰ καμμίαν λογήν» — με κανέναν τρόπο<br />β) «εἰς τὴν καλύτερην λογήν» — με τον καλύτερο τρόπο<br />γ) «μέ τούτην τὴν λογήν» — με αυτό τον τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. <i>λογῆς</i> και <i>λογήν</i> [[είναι]], αντίστοιχα, γεν. και αιτιατ. ενός μτγν. ουσ. [[λογή]], που σχηματίστηκε από τη γεν. πληθυντικού <i>λογιῶν</i> του τ. [[λόγιον]], [[κατά]] το [[σχήμα]]: <i>τῶν εἰδῶν</i> | |mltxt=και λοής και, δ. τ., [[λογίς]], [[λογιών]] (Μ λογῆς, λογιῶν, λογήν)<br />[[είδος]] («τί [[λογής]] [[άνθρωπος]] [[είναι]] ο [[νέος]] [[συνάδελφος]];»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λογής]] [[λογής]]» ή «[[λογιών]] [[λογιών]]» — [[κάθε]] είδους, διαφόρων ειδών<br />θ) «μιας [[λογής]]» — με τον ίδιο τρόπο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εθνικότητα]], [[έθνος]]<br /><b>2.</b> ηθικό ή πνευματικό επίπεδο, [[ποιότητα]]<br /><b>3.</b> εξωτερική [[εμφάνιση]], [[μορφή]] («[[πρόσωπο]] χιλίων λογιῶν», Πανώρ.)<br />(«φουσάτα μάζωξεν... Σέρβους... καὶ πᾱσα λογῆς ἄλλης», Παλαμίδ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «διὰ καμμίαν λογήν» — με κανέναν τρόπο<br />β) «εἰς τὴν καλύτερην λογήν» — με τον καλύτερο τρόπο<br />γ) «μέ τούτην τὴν λογήν» — με αυτό τον τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. <i>λογῆς</i> και <i>λογήν</i> [[είναι]], αντίστοιχα, γεν. και αιτιατ. ενός μτγν. ουσ. [[λογή]], που σχηματίστηκε από τη γεν. πληθυντικού <i>λογιῶν</i> του τ. [[λόγιον]], [[κατά]] το [[σχήμα]]: <i>τῶν εἰδῶν</i> > ἡ [[εἰδή]]. Σύμφωνα με αυτήν την [[άποψη]], ο τ. <i>λογιῶν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>λογίων</i>, γεν. πληθ. του [[λόγιον]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. <i>λογιῶν</i> (<i>λοjῶν</i>, ουρανική [[προφορά]] [[j]] του -<i>γ</i>- προ τών <i>i</i> και <i>e</i>) [[αντί]] <i>λογῶν</i>, κατ' [[επίδραση]] της γεν. <i>λογῆς</i> (<i>λοjῆς</i>) ή της ονομ. πληθ. <i>λογές</i> (<i>λοjές</i>) του ουσιαστικού [[λογή]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:18, 15 January 2019
Greek Monolingual
και λοής και, δ. τ., λογίς, λογιών (Μ λογῆς, λογιῶν, λογήν)
είδος («τί λογής άνθρωπος είναι ο νέος συνάδελφος;»)
νεοελλ.
1. φρ. α) «λογής λογής» ή «λογιών λογιών» — κάθε είδους, διαφόρων ειδών
θ) «μιας λογής» — με τον ίδιο τρόπο
μσν.
1. εθνικότητα, έθνος
2. ηθικό ή πνευματικό επίπεδο, ποιότητα
3. εξωτερική εμφάνιση, μορφή («πρόσωπο χιλίων λογιῶν», Πανώρ.)
(«φουσάτα μάζωξεν... Σέρβους... καὶ πᾱσα λογῆς ἄλλης», Παλαμίδ.)
4. φρ. α) «διὰ καμμίαν λογήν» — με κανέναν τρόπο
β) «εἰς τὴν καλύτερην λογήν» — με τον καλύτερο τρόπο
γ) «μέ τούτην τὴν λογήν» — με αυτό τον τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λογῆς και λογήν είναι, αντίστοιχα, γεν. και αιτιατ. ενός μτγν. ουσ. λογή, που σχηματίστηκε από τη γεν. πληθυντικού λογιῶν του τ. λόγιον, κατά το σχήμα: τῶν εἰδῶν > ἡ εἰδή. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, ο τ. λογιῶν < λογίων, γεν. πληθ. του λόγιον. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. λογιῶν (λοjῶν, ουρανική προφορά j του -γ- προ τών i και e) αντί λογῶν, κατ' επίδραση της γεν. λογῆς (λοjῆς) ή της ονομ. πληθ. λογές (λοjές) του ουσιαστικού λογή].