κεκαδήσω: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
(2b)
m (Text replacement - "''' <b class="num">I</b>" to "'''<br /><b class="num">I</b>")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κεκαδήσω:''' <b class="num">I</b> эп. fut. 2 к [[κήδω]].<br /><b class="num">II</b> эп. fut. к [[χάζω]].
|elrutext='''κεκαδήσω:'''<br /><b class="num">I</b> эп. fut. 2 к [[κήδω]].<br /><b class="num">II</b> эп. fut. к [[χάζω]].
}}
}}

Revision as of 14:00, 31 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεκᾰδήσω Medium diacritics: κεκαδήσω Low diacritics: κεκαδήσω Capitals: ΚΕΚΑΔΗΣΩ
Transliteration A: kekadḗsō Transliteration B: kekadēsō Transliteration C: kekadiso Beta Code: kekadh/sw

English (LSJ)

κεκάδοντο, κεκαδών,

   A v. χάζομαι:—but for κεκαδήσομαι, v. κήδω:—for κεκαδδίχθαι, v. κάδδιχος. κεκαδμένος, v. καίνυμαι.

Greek (Liddell-Scott)

κεκᾰδήσω: κεκάδοντο, κεκαδών, ἴδε ἐν λέξ. χάζομαι·‒ ἀλλὰ περὶ τοῦ κεκαδήσομαι ἴδε ἐν λέξ. κήδω.

French (Bailly abrégé)

v. κήδω;
v. χάζω.

Greek Monolingual

κεκαδήσω (Α)
θα αποστερήσω («ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῡ και ψυχῆς», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. κεκαδήσω και ο αόρ. κέκαδον απαντούν στους επικ. ποιητές ως ρηματ. τ. του ρ. χάζω «αποστερώ», με το οποίο όμως δεν συνδέονται ετυμολογικά. Οι τ. αυτοί συνδέονται πιθ. με αρχ. ινδ. kadana-, ενώ, κατ' άλλους, με το ρ. κήδω «φροντίζω»].

Greek Monotonic

κεκᾰδήσω: Επικ. μέλ. του χάζω.

Russian (Dvoretsky)

κεκαδήσω:
I эп. fut. 2 к κήδω.
II эп. fut. к χάζω.