έσω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt

Menander, Monostichoi, 564
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και διαλεκτ. έσσω (ΑΜ ἔσω, Α και [[εἴσω]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (με ρήματα που δηλώνουν [[στάση]]) [[μέσα]] («η [[πόλις]] [[είναι]] κτισμένη έσω τών τειχών»)<br /><b>2.</b> (με ρήματα που δηλώνουν [[κίνηση]]) [[προς]] τα [[μέσα]] («[[δεσμώτης]] ἔσω θακεῑ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (με το [[άρθρο]] έχει [[θέση]] επιθ. ή ουσ.)<br />η εσωτερική όψη, το εσωτερικό ενός πράγματος (α. «τα έσω της πόλεως» β. «παρὰ τοὺς ἐσωτάτους τόπους τοῡ ναοῡ», Τζέτζ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τα έσω μου» — τα [[σωθικά]] μου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ανάμεσα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔσω μου»<br />i. [[μέσα]] μου, στο [[μυαλό]] μου (σου, του <b>κ.λπ.</b>) («ἐσκόπησεν καλὰ ἔσω στὸν λογισμόν του», Χρον. Μορ.)<br />ii. στο [[σπίτι]] μου (σου, του <b>κ.λπ.</b>)<br />iii. στην [[πατρίδα]] μου (σου, του <b>κ.λπ.</b>)<br />β) «τὰ ἔσω» — τα ενδοοικογενειακά<br />γ) «[[δίνω]] έσσω» — [[μπαίνω]]<br /><b>3.</b> (για χρόνο) σε [[διάστημα]] («εἰς τὴν Ρώμην ἔσωσε ἔσω εἰς ἕναν μήναν», Χρον. Μορ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ες</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρ. κατάλ. -<i>ω</i>, πρβλ. <i>άν</i>-<i>ω</i>, <i>έξ</i>-<i>ω</i>].
|mltxt=και διαλεκτ. έσσω (ΑΜ ἔσω, Α και [[εἴσω]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (με ρήματα που δηλώνουν [[στάση]]) [[μέσα]] («η [[πόλις]] [[είναι]] κτισμένη έσω τών τειχών»)<br /><b>2.</b> (με ρήματα που δηλώνουν [[κίνηση]]) [[προς]] τα [[μέσα]] («[[δεσμώτης]] ἔσω θακεῑ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (με το [[άρθρο]] έχει [[θέση]] επιθ. ή ουσ.)<br />η εσωτερική όψη, το εσωτερικό ενός πράγματος (α. «τα έσω της πόλεως» β. «παρὰ τοὺς ἐσωτάτους τόπους τοῦ ναοῡ», Τζέτζ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τα έσω μου» — τα [[σωθικά]] μου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ανάμεσα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔσω μου»<br />i. [[μέσα]] μου, στο [[μυαλό]] μου (σου, του <b>κ.λπ.</b>) («ἐσκόπησεν καλὰ ἔσω στὸν λογισμόν του», Χρον. Μορ.)<br />ii. στο [[σπίτι]] μου (σου, του <b>κ.λπ.</b>)<br />iii. στην [[πατρίδα]] μου (σου, του <b>κ.λπ.</b>)<br />β) «τὰ ἔσω» — τα ενδοοικογενειακά<br />γ) «[[δίνω]] έσσω» — [[μπαίνω]]<br /><b>3.</b> (για χρόνο) σε [[διάστημα]] («εἰς τὴν Ρώμην ἔσωσε ἔσω εἰς ἕναν μήναν», Χρον. Μορ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ες</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρ. κατάλ. -<i>ω</i>, πρβλ. <i>άν</i>-<i>ω</i>, <i>έξ</i>-<i>ω</i>].
}}
}}

Revision as of 12:20, 15 February 2019

Greek Monolingual

και διαλεκτ. έσσω (ΑΜ ἔσω, Α και εἴσω)
επίρρ.
1. (με ρήματα που δηλώνουν στάση) μέσα («η πόλις είναι κτισμένη έσω τών τειχών»)
2. (με ρήματα που δηλώνουν κίνηση) προς τα μέσαδεσμώτης ἔσω θακεῑ», Σοφ.)
3. (με το άρθρο έχει θέση επιθ. ή ουσ.)
η εσωτερική όψη, το εσωτερικό ενός πράγματος (α. «τα έσω της πόλεως» β. «παρὰ τοὺς ἐσωτάτους τόπους τοῦ ναοῡ», Τζέτζ.)
νεοελλ.
φρ. «τα έσω μου» — τα σωθικά μου
μσν.
1. ανάμεσα
2. φρ. α) «ἔσω μου»
i. μέσα μου, στο μυαλό μου (σου, του κ.λπ.) («ἐσκόπησεν καλὰ ἔσω στὸν λογισμόν του», Χρον. Μορ.)
ii. στο σπίτι μου (σου, του κ.λπ.)
iii. στην πατρίδα μου (σου, του κ.λπ.)
β) «τὰ ἔσω» — τα ενδοοικογενειακά
γ) «δίνω έσσω» — μπαίνω
3. (για χρόνο) σε διάστημα («εἰς τὴν Ρώμην ἔσωσε ἔσω εἰς ἕναν μήναν», Χρον. Μορ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ες + επιρρ. κατάλ. -ω, πρβλ. άν-ω, έξ-ω].