εφόλκιο: Difference between revisions
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
(15) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑΜ [[ἐφόλκιον]]) [[εφολκός]]<br /><b>ναυτ.</b> μικρό [[πλοίο]] ή [[λέμβος]] που ρυμουλκείται [[πίσω]] από ένα μεγάλο [[πλοίο]], εμπορικό ή πολεμικό, κν. [[φελούκα]], [[σκαμπαβία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[παράρτημα]], [[προσάρτημα]], [[συμπλήρωμα]], [[προσθήκη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ἐφόλκια<br />έπιπλα καὶ αγώγιμα»<br /><b>2.</b> (σύμφωνα με το το <i>Λεξ</i>. <i>Ρητορ</i>.) «ἐφόλκια<br />τὰ ἐκ | |mltxt=το (ΑΜ [[ἐφόλκιον]]) [[εφολκός]]<br /><b>ναυτ.</b> μικρό [[πλοίο]] ή [[λέμβος]] που ρυμουλκείται [[πίσω]] από ένα μεγάλο [[πλοίο]], εμπορικό ή πολεμικό, κν. [[φελούκα]], [[σκαμπαβία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[παράρτημα]], [[προσάρτημα]], [[συμπλήρωμα]], [[προσθήκη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ἐφόλκια<br />έπιπλα καὶ αγώγιμα»<br /><b>2.</b> (σύμφωνα με το το <i>Λεξ</i>. <i>Ρητορ</i>.) «ἐφόλκια<br />τὰ ἐκ περιττοῦ ἐπιφερόμενα σκεύη τοῑς ἀποδημοῡσιν»<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἐφόλκιον]]<br />[[πηδάλιον]] ἀπὸ τοῦ ἐφέλκεσθαι». | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 15 February 2019
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἐφόλκιον) εφολκός
ναυτ. μικρό πλοίο ή λέμβος που ρυμουλκείται πίσω από ένα μεγάλο πλοίο, εμπορικό ή πολεμικό, κν. φελούκα, σκαμπαβία
μσν.-αρχ.
συνεκδ. παράρτημα, προσάρτημα, συμπλήρωμα, προσθήκη
αρχ.
1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐφόλκια
έπιπλα καὶ αγώγιμα»
2. (σύμφωνα με το το Λεξ. Ρητορ.) «ἐφόλκια
τὰ ἐκ περιττοῦ ἐπιφερόμενα σκεύη τοῑς ἀποδημοῡσιν»
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐφόλκιον
πηδάλιον ἀπὸ τοῦ ἐφέλκεσθαι».