εξουσιάζω: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(12) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐξουσιάζω]])<br />έχω ή [[ασκώ]] [[εξουσία]] («τὴν χώραν [[ἐξουσιάζω]]», «ἐξουσιάζει πολλῶν μοναρχιῶν»)<br /><b>2.</b> έχω την [[κυριότητα]] («το [[αμπέλι]] να το εξουσιάζει», «ἐξουσιάζει | |mltxt=(AM [[ἐξουσιάζω]])<br />έχω ή [[ασκώ]] [[εξουσία]] («τὴν χώραν [[ἐξουσιάζω]]», «ἐξουσιάζει πολλῶν μοναρχιῶν»)<br /><b>2.</b> έχω την [[κυριότητα]] («το [[αμπέλι]] να το εξουσιάζει», «ἐξουσιάζει τοῦ μνήματος»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[εξουσιάζω]] τον εαυτό μου» — [[είμαι]] [[αυτεξούσιος]], δεν [[υφίσταμαι]] την [[κυριαρχία]] ή την [[επίδραση]] κανενός<br /><b>μσν.</b><br />[[επικρατώ]], [[κυριαρχώ]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:30, 15 February 2019
Greek Monolingual
(AM ἐξουσιάζω)
έχω ή ασκώ εξουσία («τὴν χώραν ἐξουσιάζω», «ἐξουσιάζει πολλῶν μοναρχιῶν»)
2. έχω την κυριότητα («το αμπέλι να το εξουσιάζει», «ἐξουσιάζει τοῦ μνήματος»)
νεοελλ.
φρ. «εξουσιάζω τον εαυτό μου» — είμαι αυτεξούσιος, δεν υφίσταμαι την κυριαρχία ή την επίδραση κανενός
μσν.
επικρατώ, κυριαρχώ.