κλυδάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(3)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλυδάζομαι]] (Α)<br />[[κλυδωνίζομαι]] («κατὰ τοῡτο γὰρ [[πύον]] ξυνίσταται, καὶ συνιστάμενον εἴ τις σείῃ τὸ [[σῶμα]], κλυδάζεται καὶ ζόφον παρέχει», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλύδων]]. Η αιτ. [[κλύδα]] ενός υποτιθέμενου ουσ. <i>κλυς</i>, που μαρτυρείται στον Νίκανδρο και από το οποίο θα μπορούσε να παράγεται το ρ., [[είναι]] [[μάλλον]] αρχαΐζων [[νεολογισμός]]].
|mltxt=[[κλυδάζομαι]] (Α)<br />[[κλυδωνίζομαι]] («κατὰ τοῦτο γὰρ [[πύον]] ξυνίσταται, καὶ συνιστάμενον εἴ τις σείῃ τὸ [[σῶμα]], κλυδάζεται καὶ ζόφον παρέχει», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλύδων]]. Η αιτ. [[κλύδα]] ενός υποτιθέμενου ουσ. <i>κλυς</i>, που μαρτυρείται στον Νίκανδρο και από το οποίο θα μπορούσε να παράγεται το ρ., [[είναι]] [[μάλλον]] αρχαΐζων [[νεολογισμός]]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 12:35, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῠδάζομαι Medium diacritics: κλυδάζομαι Low diacritics: κλυδάζομαι Capitals: ΚΛΥΔΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: klydázomai Transliteration B: klydazomai Transliteration C: klydazomai Beta Code: kluda/zomai

English (LSJ)

   A fluctuate, of the fluid in pleurisy, Hp.Loc.Hom.14; of cranes flying, Max.Tyr.12.3.

German (Pape)

[Seite 1456] = κλυδωνίζομαι, Hippocr., Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κλῠδάζομαι: κλυδωνίζομαι, Ἱππ. 415. 11, Μάξιμ. Τύρ. 12. 3.

Greek Monolingual

κλυδάζομαι (Α)
κλυδωνίζομαι («κατὰ τοῦτο γὰρ πύον ξυνίσταται, καὶ συνιστάμενον εἴ τις σείῃ τὸ σῶμα, κλυδάζεται καὶ ζόφον παρέχει», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλύδων. Η αιτ. κλύδα ενός υποτιθέμενου ουσ. κλυς, που μαρτυρείται στον Νίκανδρο και από το οποίο θα μπορούσε να παράγεται το ρ., είναι μάλλον αρχαΐζων νεολογισμός].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλυδάζομαι [κλύζω] geneesk. pulseren.

Russian (Dvoretsky)

κλῠδάζομαι: атт. κλυδάττομαι (о воде) волноваться (ὕδωρ κλιδαττόμενος Diog. L.).