κλυδάττομαι
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
= κλυδωνίζομαι, D.L.5.66.
German (Pape)
[Seite 1456] = κλυδάζομαι, D. L. 5, 66.
Greek (Liddell-Scott)
κλῠδάττομαι: κλυδωνίζομαι, Διογ. Λ. 5. 66.
Greek Monolingual
κλυδάττομαι (Α)
κλυδωνίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κλυδάζομαι.