μεσολάβηση: Difference between revisions

From LSJ

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
(24)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑM [[μεσολάβησις]]) [[μεσολαβώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[παρέμβαση]] κάποιου για [[συμφιλίωση]] ή συμβιβασμό ή [[επίτευξη]] συμφωνίας [[μεταξύ]] ανθρώπων, ομάδων ή κρατών που έχουν διαφορές [[μεταξύ]] τους, [[διαιτησία]]<br /><b>2.</b> <b>χρον.</b> [[παρεμβολή]] ενός χρονικού διαστήματος [[μεταξύ]] δύο γεγονότων<br /><b>3.</b> <b>τοπ.</b> η [[παρεμβολή]] ενός πράγματος [[μεταξύ]] δύο άλλων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[παρέμβαση]] για την [[επίτευξη]] ενός σκοπού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[πιάσιμο]], η [[λαβή]] από τη [[μέση]] («τῇ μεσολαβήσει τοῡ δόρατος», <b>Ευστ.</b>).
|mltxt=η (ΑM [[μεσολάβησις]]) [[μεσολαβώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[παρέμβαση]] κάποιου για [[συμφιλίωση]] ή συμβιβασμό ή [[επίτευξη]] συμφωνίας [[μεταξύ]] ανθρώπων, ομάδων ή κρατών που έχουν διαφορές [[μεταξύ]] τους, [[διαιτησία]]<br /><b>2.</b> <b>χρον.</b> [[παρεμβολή]] ενός χρονικού διαστήματος [[μεταξύ]] δύο γεγονότων<br /><b>3.</b> <b>τοπ.</b> η [[παρεμβολή]] ενός πράγματος [[μεταξύ]] δύο άλλων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[παρέμβαση]] για την [[επίτευξη]] ενός σκοπού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[πιάσιμο]], η [[λαβή]] από τη [[μέση]] («τῇ μεσολαβήσει τοῦ δόρατος», <b>Ευστ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 12:45, 15 February 2019

Greek Monolingual

η (ΑM μεσολάβησις) μεσολαβώ
νεοελλ.
1. η παρέμβαση κάποιου για συμφιλίωση ή συμβιβασμό ή επίτευξη συμφωνίας μεταξύ ανθρώπων, ομάδων ή κρατών που έχουν διαφορές μεταξύ τους, διαιτησία
2. χρον. παρεμβολή ενός χρονικού διαστήματος μεταξύ δύο γεγονότων
3. τοπ. η παρεμβολή ενός πράγματος μεταξύ δύο άλλων
νεοελλ.-μσν.
παρέμβαση για την επίτευξη ενός σκοπού
μσν.-αρχ.
το πιάσιμο, η λαβή από τη μέση («τῇ μεσολαβήσει τοῦ δόρατος», Ευστ.).