πολυδεής: Difference between revisions
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(33) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει [[ανάγκη]] από [[πολλά]], που χρειάζεται [[πολλά]] («ἡ | |mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει [[ανάγκη]] από [[πολλά]], που χρειάζεται [[πολλά]] («ἡ τοῦ σώματος [[χρεία]] [[πολυμερής]] τε οὖσα καὶ [[πολυδεής]]», Μάξ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δεής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> / <i>δῶ</i> «έχω [[έλλειψη]], στερούμαι»), <b>πρβλ.</b> <i>ολιγο</i>-<i>δεής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 15 February 2019
English (LSJ)
ές, (δέομαι)
A wanting much, Max. Tyr. 21.4.
German (Pape)
[Seite 661] ές, viel bedürfend, Max. Tyr. 21, 4.
Greek (Liddell-Scott)
πολυδεής: -ές, (δέομαι) ὁ πολλῶν δεόμενος, ὁ πολλῶν ἔχων χρείαν, ἡ τοῦ σώματος χρεία πολυμερής τε οὖσα καὶ πολυδεὴς Μάξ. Τύρ. 21. 4.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει ανάγκη από πολλά, που χρειάζεται πολλά («ἡ τοῦ σώματος χρεία πολυμερής τε οὖσα καὶ πολυδεής», Μάξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δεής (< δέω / δῶ «έχω έλλειψη, στερούμαι»), πρβλ. ολιγο-δεής].