πυστός: Difference between revisions
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
(35) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[γνωστός]], [[ξακουστός]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) «ἐκ | |mltxt=-ή, -όν, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[γνωστός]], [[ξακουστός]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) «ἐκ τοῦ [[πεύθω]], ὅ σημαίνει τὸ [[ἀκούω]], γίνεται πυστὰ καὶ ἔκπυστα, σημαίνει δὲ τὰ ἐξάκουστα καὶ ἐξάγγελτα καὶ ἔκδηλα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο τ. <i>πυθ</i>-<i>τος</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πυθ</i>- του <i>πυ</i>-<i>ν</i>-<i>θάνομαι</i> (<b>πρβλ.</b> αόρ. β' <i>ἐπυθ</i>-<i>όμην</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός τών</i> ρηματ. επιθέτων, με συριστικοποίηση του -<i>θ</i>- [[πριν]] από το -<i>τ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πιστός]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 15 February 2019
English (LSJ)
ή, όν, (πυνθάνομαι)
A learnt, EM323.49, Eust.1684.37.
German (Pape)
[Seite 826] adj. verb. von πυνθάνομαι, bekannt, berühmt, Schol. Aesch. Prom. 907.
Greek (Liddell-Scott)
πυστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ πυνθάνομαι, ἐξακουστός, ἐξάγγελτος, ἔκδηλος, «ἐκ τοῦ πεύθω, ὃ σημαίνει τὸ ἀκούω γίνεται πυστὰ καὶ ἔκπυστα, σημαίνει δὲ τὰ ἑξακουστα καὶ ἐξάγγελτα καὶ ἔκδηλα» Ἐτυμ. Μέγ. 323, 48, Εὐστ. 1684. 37.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ
1. γνωστός, ξακουστός
2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ἐκ τοῦ πεύθω, ὅ σημαίνει τὸ ἀκούω, γίνεται πυστὰ καὶ ἔκπυστα, σημαίνει δὲ τὰ ἐξάκουστα καὶ ἐξάγγελτα καὶ ἔκδηλα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. πυθ-τος < θ. πυθ- του πυ-ν-θάνομαι (πρβλ. αόρ. β' ἐπυθ-όμην) + κατάλ. -τός τών ρηματ. επιθέτων, με συριστικοποίηση του -θ- πριν από το -τ- (πρβλ. πιστός)].