προσφάγι: Difference between revisions
From LSJ
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
(35) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[προσφάγιον]], ΝΜΑ, και [[προσφάι]] Ν<br />[[καθετί]] που τρώγεται με [[ψωμί]] ως συμπλήρωμά του (α. | |mltxt=το / [[προσφάγιον]], ΝΜΑ, και [[προσφάι]] Ν<br />[[καθετί]] που τρώγεται με [[ψωμί]] ως συμπλήρωμά του (α. «τοῦ προσφαγίου ἡ [[μέριμνα]] κι ἡ λεῑψις τοῦ ψωμίου / τάς ἐνθυμήσεις τὰς πολλὰς πολλὰ τὰς περικόπτουν», Πρόδρ.<br />β. «ὀσπρίου ἤ [[ἄλλου]] τινὸς προσφαγίου», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έδεσμα]], [[φαγητό]], [[ιδίως]] [[κρέας]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> παράνομη [[μεσιτεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> θ. <i>φαγ</i>- του [[φαγεῖν]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιον</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 15 February 2019
Greek Monolingual
το / προσφάγιον, ΝΜΑ, και προσφάι Ν
καθετί που τρώγεται με ψωμί ως συμπλήρωμά του (α. «τοῦ προσφαγίου ἡ μέριμνα κι ἡ λεῑψις τοῦ ψωμίου / τάς ἐνθυμήσεις τὰς πολλὰς πολλὰ τὰς περικόπτουν», Πρόδρ.
β. «ὀσπρίου ἤ ἄλλου τινὸς προσφαγίου», Σχόλ. Αριστοφ.)
αρχ.
1. έδεσμα, φαγητό, ιδίως κρέας
2. μτφ. παράνομη μεσιτεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + θ. φαγ- του φαγεῖν + επίθημα -ιον].