νωπέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(2b)
(2a)
Line 18: Line 18:
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">to be downcast, δυσωπεῖσθαι</b> (IonHist., Phot.). <b class="b3">νενώπηται τεταπείνωται</b>, <b class="b3">καταπέπληκται</b> H., Phot.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Cf. <b class="b3">προνωπής</b>. Or from <b class="b3">νώψ ἀσθενης τῃ̃ ὄψει</b> H. (Bq)?
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">to be downcast, δυσωπεῖσθαι</b> (IonHist., Phot.). <b class="b3">νενώπηται τεταπείνωται</b>, <b class="b3">καταπέπληκται</b> H., Phot.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Cf. <b class="b3">προνωπής</b>. Or from <b class="b3">νώψ ἀσθενης τῃ̃ ὄψει</b> H. (Bq)?
}}
{{FriskDe
|ftr='''νωπέομαι''': {nōpéomai}<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[niedergeschlagen sein]], [[δυσωπεῖσθαι]] (IonHist., Phot.). νενώπηται· τεταπείνωται, καταπέπληκται H., Phot.<br />'''Etymology''' : Vgl. [[προνωπής]]. Oder von νώψ· ἀσθενὴς τῇ [[ὄψει]] H. (Bq)?<br />'''Page''' 2,331
}}
}}

Revision as of 15:25, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωπέομαι Medium diacritics: νωπέομαι Low diacritics: νωπέομαι Capitals: ΝΩΠΕΟΜΑΙ
Transliteration A: nōpéomai Transliteration B: nōpeomai Transliteration C: nopeomai Beta Code: nwpe/omai

English (LSJ)

   A to be downcast, lon Hist. 1, Phot. s.v. νενώπηται (Hsch. also has ἐνώπηται (sic)).

Greek (Liddell-Scott)

νωπέομαι: δυσωπέομαι, Ἰων. παρ’ Ἀθην. 604Β, Φώτ. ἐν λ. νενώπηται, (παρ’ Ἡσύχ. φέρεται ἐνώπηται).

Greek Monolingual

νωπέομαι (Α)
γίνομαι κατηφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση του ρήματος με τον τ. νάπη «δασώδης κοιλάδα, φαράγγι» δεν ικανοποιεί ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη. Εξίσου αμφίβολη θεωρείται και η σύνδεση του με τη γλώσσα «νώψ
ἀσθενής τῇ ὄψει». Το ρ., πάντως, συνδέεται με τη λ. προνωπής «αυτός που γέρνει, που έχει το κεφάλι σκυμμένο»].

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to be downcast, δυσωπεῖσθαι (IonHist., Phot.). νενώπηται τεταπείνωται, καταπέπληκται H., Phot.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Cf. προνωπής. Or from νώψ ἀσθενης τῃ̃ ὄψει H. (Bq)?

Frisk Etymology German

νωπέομαι: {nōpéomai}
Grammar: v.
Meaning: niedergeschlagen sein, δυσωπεῖσθαι (IonHist., Phot.). νενώπηται· τεταπείνωται, καταπέπληκται H., Phot.
Etymology : Vgl. προνωπής. Oder von νώψ· ἀσθενὴς τῇ ὄψει H. (Bq)?
Page 2,331