τιθύμαλλος: Difference between revisions
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
(41) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, και τιθύμαλλον, τὸ, Α<br />το [[φυτό]] ευφόρβιο, κν. [[σήμερα]] [[γαλατσίδα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τιθύμαλλος]] [[ἄρρην]]» — το [[φυτό]] χαρακιάς<br />β) «[[τιθύμαλλος]] [[θῆλυς]]» — το [[φυτό]] [[μυρσινίτης]] ή [[μυρτίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί [[ωστόσο]] η [[άποψη]] ότι η λ. έχει σχηματιστεί με διπλασιασμό από το θ. του α' συνθετικού του τ. <i>θυμ</i>-[[ελαία]] (<span style="color: red;"><</span> [[θύμον]] «[[είδος]] φυτού» <span style="color: red;">+</span> [[ἐλαία]])]. | |mltxt=ὁ, και τιθύμαλλον, τὸ, Α<br />το [[φυτό]] ευφόρβιο, κν. [[σήμερα]] [[γαλατσίδα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τιθύμαλλος]] [[ἄρρην]]» — το [[φυτό]] χαρακιάς<br />β) «[[τιθύμαλλος]] [[θῆλυς]]» — το [[φυτό]] [[μυρσινίτης]] ή [[μυρτίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί [[ωστόσο]] η [[άποψη]] ότι η λ. έχει σχηματιστεί με διπλασιασμό από το θ. του α' συνθετικού του τ. <i>θυμ</i>-[[ελαία]] (<span style="color: red;"><</span> [[θύμον]] «[[είδος]] φυτού» <span style="color: red;">+</span> [[ἐλαία]])]. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''τιθύμαλλος''': {tithúmallos}<br />'''Forms''': pl. auch -α (''AP'')<br />'''Grammar''': m.,<br />'''Meaning''': [[Wolfsmilch]], [[Euphorbia Peplus]] (Kom., Thphr., Dsk.),<br />'''Derivative''': -ίς f. Bez. verschiedener Pflanzen (Dsk., Ps.-Dsk. u.a.); zur Begriffsbestimmung Strömberg Pfl. 19.<br />'''Etymology''' : Wohl Reduplikationsbildung; vgl. [[θυμελαία]] (Schwyzer 423)?<br />'''Page''' 2,899 | |||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 2 October 2019
English (LSJ)
[ῠ], ὁ,
A spurge, Euphorbia Peplus, Cratin.325 (lyr.), Ar. Ec.405, Thphr.HP9.8.2, PHolm.5.24, 25.1: heterocl. pl. τιθύμαλλα AP9.217 (Muc. Scaev.).--Seven kinds are enumerated by Dsc.4.164; τ. ἄρρην, = χαρακίας, l.c., cf. Thphr.HP9.11.8; τ. θῆλυς, = μυρσινίτης or μυρτίτης, ib.9.11.9, Dsc.l.c.; used for poisoning water in warfare, Afric.Cest.p.15 V.
Spanish
Greek Monolingual
ὁ, και τιθύμαλλον, τὸ, Α
το φυτό ευφόρβιο, κν. σήμερα γαλατσίδα
2. φρ. α) «τιθύμαλλος ἄρρην» — το φυτό χαρακιάς
β) «τιθύμαλλος θῆλυς» — το φυτό μυρσινίτης ή μυρτίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι η λ. έχει σχηματιστεί με διπλασιασμό από το θ. του α' συνθετικού του τ. θυμ-ελαία (< θύμον «είδος φυτού» + ἐλαία)].
Frisk Etymology German
τιθύμαλλος: {tithúmallos}
Forms: pl. auch -α (AP)
Grammar: m.,
Meaning: Wolfsmilch, Euphorbia Peplus (Kom., Thphr., Dsk.),
Derivative: -ίς f. Bez. verschiedener Pflanzen (Dsk., Ps.-Dsk. u.a.); zur Begriffsbestimmung Strömberg Pfl. 19.
Etymology : Wohl Reduplikationsbildung; vgl. θυμελαία (Schwyzer 423)?
Page 2,899