σκωληκόβρωτος: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
(1b) |
(c2) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=σκωληκό-βρωτος, ον, [[βιβρώσκω]]<br />eaten of worms, NTest. | |mdlsjtxt=σκωληκό-βρωτος, ον, [[βιβρώσκω]]<br />eaten of worms, NTest. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':skwlhkÒbrwtoj 士可累可-不羅拖士<p>'''詞類次數''':形容詞(1)<p>'''原文字根''':蟲-餵(過)食物<p>'''字義溯源''':蟲咬了,(被)蟲所咬;由([[σκώληξ]])*=蟲)與([[βιβρώσκω]])*=喫)組成<p/>'''出現次數''':總共(1);徒(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 蟲所咬(1) 徒12:23 | |||
}} | }} |
Revision as of 21:45, 2 October 2019
English (LSJ)
ον,
A worm-eaten, of a tree, ib.3.12.6, CP5.9.1; γῆ PTeb.701.81 (iii B.C.), PSI5.490.14 (iii B.C.). 2 eaten of worms, of a man, Act.Ap.12.23.
German (Pape)
[Seite 909] von Würmern gefressen, N. T.; wurmstichig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
σκωληκόβρωτος: -ον, ὁ ὑπὸ σκωλήκων φαγωμένος, ἐπὶ δένδρου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 1· ὁ σκωλήκων πεπληρωμένος, ἐπὶ ἀνθρώπου, Πράξ. Ἀποστ. ιβ΄, 23· πρβλ. σκωληκοτόκος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 mangé des vers;
2 piqué des vers.
Étymologie: σκώληξ, βιβρώσκω.
English (Strong)
from σκώληξ and a derivative of βιβρώσκω; worm-eaten, i.e. diseased with maggots: eaten of worms.
English (Thayer)
σκωληκόβρωτον (σκώληξ and βιβρώσκω), eaten of worms: Acts 12:23, cf. 2 Maccabees 9:9. (of a tree, Theophrastus, c. pl. 5,9, 1.)
Greek Monolingual
-η, -ο / σκωληκόβρωτος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που καταφαγώθηκε από σκουλήκια ή ο γεμάτος σκουλήκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, -ηκος + -βρωτος (< βρωτός < βιβρώσκω), πρβλ. μυό-βρωτος, παιδό-βρωτος].
Greek Monotonic
σκωληκόβρωτος: -ον (βι-βρώσκω), σκουληκοφαγωμένος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
σκωληκόβρωτος: изъеденный червями NT.
Middle Liddell
σκωληκό-βρωτος, ον, βιβρώσκω
eaten of worms, NTest.
Chinese
原文音譯:skwlhkÒbrwtoj 士可累可-不羅拖士詞類次數:形容詞(1)
原文字根:蟲-餵(過)食物
字義溯源:蟲咬了,(被)蟲所咬;由(σκώληξ)*=蟲)與(βιβρώσκω)*=喫)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 蟲所咬(1) 徒12:23