обдумывать: Difference between revisions
From LSJ
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
(4) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ζυγωθρίζω]], [[διασκοπέω]], [[ἀνασκοπέω]], [[νοέω]], [[ἐπιλέγω]], [[ῥιπτάζω]], [[διανοέομαι]], [[ἐνθυμέομαι]], [[ἐκλογίζομαι]], [[ἐγκατατίθημι]], [[ἐπιδινέω]], [[διαβουλεύομαι]], [[στρέφω]], [[μητιάω]], [[περινοέω]], [[συμφράζομαι]], [[διασκέπτομαι]], [[ἀνακυκλέω]], [[βαστάζω]], [[μήδομαι]], [[συννοέω]], [[καταφράζω]], [[ἐφιστάνω]] | |rueltext=[[μεριμνάω]], [[ἑλίσσω]], [[ζυγωθρίζω]], [[διασκοπέω]], [[ἀνασκοπέω]], [[νοέω]], [[ἐπιλέγω]], [[ῥιπτάζω]], [[διανοέομαι]], [[ἐνθυμέομαι]], [[ἐκλογίζομαι]], [[ἐγκατατίθημι]], [[ἐπιδινέω]], [[διαβουλεύομαι]], [[στρέφω]], [[μητιάω]], [[περινοέω]], [[συμφράζομαι]], [[διασκέπτομαι]], [[ἀνακυκλέω]], [[βαστάζω]], [[μήδομαι]], [[συννοέω]], [[καταφράζω]], [[ἐφιστάνω]], [[βάλλω]], [[διαλαμβάνω]], [[συλλογίζομαι]], [[κατανοέω]], [[ἐννοέω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:55, 15 October 2019
Russian > Greek
μεριμνάω, ἑλίσσω, ζυγωθρίζω, διασκοπέω, ἀνασκοπέω, νοέω, ἐπιλέγω, ῥιπτάζω, διανοέομαι, ἐνθυμέομαι, ἐκλογίζομαι, ἐγκατατίθημι, ἐπιδινέω, διαβουλεύομαι, στρέφω, μητιάω, περινοέω, συμφράζομαι, διασκέπτομαι, ἀνακυκλέω, βαστάζω, μήδομαι, συννοέω, καταφράζω, ἐφιστάνω, βάλλω, διαλαμβάνω, συλλογίζομαι, κατανοέω, ἐννοέω