κατανοέω
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
English (LSJ)
A observe well, understand, apprehend, ὡς ἐμὲ κατανοέειν Hdt.2.28, cf. 93; οὐ Χαλεπὸν τῷ βουλομένῳ κ. Lys.25.34; οὐ… κατανοῶ τὸ νῦν ἐρωτώμενον Pl.Sph.233a; κ. ὅ τι λέγω Id.Grg.455b; οὐ πάνυ κατανοῶ Id.Phlb.48a; κ. ὅτι… Id.Sph.264b; κατανοεῖς τίς ποτ' ἐστίν…; Antiph.33.1; ἐκεῖνο, ὅτι… Epicur.Ep.1p.30U.; ἐκ τίνων… καὶ πότε… καὶ πῶς… Plb.1.12.9:—Pass., of a doctrine, to be grasped and hence accepted, μᾶλλον μᾶλλον κ. Epicur.Nat.138G.; εἰς καρδίαν -εῖται is understood of... Heph.Astr.1.1.
2 perceive, τῷ κατανοουμένῳ τὸ κατανοοῦν ἐξομοιῶσαι the percipient to the perceived, Pl.Ti.90d, etc.: c. part., κ. οὐ πολλοὺς ὄντας Th.2.3.
3 learn, τῆς Περσίδος γλώσσης ὅσα ἐδύνατο κατενόησε Id.1.138.
4 consider, περί τινος X.Cyr.1.6.20.
5 look at, view, τὴν οἰκίαν Ath. 5.179a.
II to be in one's right mind, in one's senses, Hp.Epid.1.26.γ, 5.39.
German (Pape)
[Seite 1366] bemerken, betrachten, einsehen; Hippocr., der es auch intrans. braucht, bei Sinnen, bei Verstande sein; Her. 2, 93; τῆς περσίδος γλώσσης ὅσα ἠδύνατο κατενόησε, er lernte so viel er konnte, Thuc. 1, 138; οὐ γάρ πω κατανοῶ τὸ νῦν ἐρωτώμενον, ich verstehe es noch nicht, Plat. Soph. 233 c, öfter; mit folgdm partic., Thuc. 2, 3; περι τινος, überlegen, Xen. Cyr. 1, 6, 20, wie Pol. 2, 15, 4 u. Sp.; – τόδε κατανοητέον Plat. Polit. 305 c.
French (Bailly abrégé)
-οῶ;
1 se mettre dans l'esprit ; comprendre, acc.;
2 observer, méditer, réfléchir;
3 s'instruire de, apprendre : γλῶσσαν THC une langue.
Étymologie: κατά, νοέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-νοέω begrijpen, bemerken:; ὡς ἐμὲ κατανοέειν naar mijn idee Hdt. 2.28.5; τῆς Περσίδος γλώσσης ὅσα ἐδύνατο κατενόησε hij leerde wat hij kon van de Perzische taal Thuc. 1.138.1; οὐ πάνυ κατανοῶ ik begrijp het niet goed Plat. Phlb. 48a; met AcP:. κατενόησαν οὐ πολλοὺς ὄντας zij begrepen dat zij (de Thebanen) niet met velen waren Thuc. 2.3.2; κατενόησεν τὸ ἑαυτοῦ σῶμα (ἤδη) νενεκρωμένον hij besefte dat zijn eigen lichaam (reeds) versleten was NT Rom. 4.19. nadenken:. κατανοῶν περὶ τούτων terwijl ik die dingen overweeg Xen. Cyr. 1.6.20. bij zijn verstand zijn. Hp.
Russian (Dvoretsky)
κατανοέω:
1 (ясно) подмечать, (отчетливо) понимать (τοῦτο Her.; τὰς διαφορὰς τῶν φυτῶν Arst.): ὡς ἐμὲ κατανοέειν Her. как мне думается; οὐ πάνυ κατανοῶ Plat. я не совсем понимаю;
2 замечать, видеть (κατενόησαν οὐ πολλοὺς τοὺς Θηβαίους ὄντας Thuc.): τὴν ἐν τῷ ἑαυτοῦ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κ. погов. NT не замечать бревна в собственном глазу;
3 изучать, усваивать (τῆς Περσίδος γλώσσης καὶ τῶν ἐπιτηδευμάτων τῆς χώρας Thuc.; τὴν τῆς πολιτείας ἀρετήν Plut.);
4 воспринимать, созерцать, мыслить: τῷ κατανοουμένῳ τὸ κατανοοῦν ἐξομοιῶσαι Plat. уподобить созерцающее созерцаемому, т. е. субъект мышления его объекту;
5 размышлять, обдумывать (περί τινος Xen., Polyb.);
6 принимать во внимание (δεῖ κ., ὅτι … Arst.);
7 приходить к заключению, умозаключать: τόδε δὴ κατανοητέον Plat. приходится, стало быть, сделать следующий вывод.
Greek (Liddell-Scott)
κατανοέω: ἐννοῶ καλῶς, παρατηρῶ, καταλαμβάνω, ἀντιλαμβάνομαι, ἀργαλέος δ’ ἄνδρεσσι κατὰ θνητοῖσι νοῆσαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 482. ὡς ἐμὲ κατανοέειν Ἡρόδ. 2, 28· πρβλ. 93· οὐ… κατανοῶ τὸ νῦν ἐρωτώμενον Πλάτ. Σοφιστ. 233Α· κ. ὅ,τι λέγω ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 455Β· οὐ χαλεπόν τινι κ. Λυσ. 174. 40· συχν. παρὰ Πλάτ., οὐ πάνυ κατανοῶ Φίλ. 48Α· κατ. ὅτι…, Σοφ. 264Β· κατανοεῖς τίς ποτ’ ἐστίν…; Ἀντιφ. ἐν «Ἀντεία.» 1· τῷ κατανοουμένῳ τὸ κατανοοῦν ἐξομοιῶσαι Πλάτ. Τίμ. 90D, κτλ.· μετὰ μετοχ., κ. πολλοὺς ὄντας Θουκ. 2, 3. 2) μανθάνω, τῆς Περσίδος γλώσσης ὅσα ἐδύνατο κατενόησεν ὁ αὐτ. 1, 138. 3) διανοοῦμαι, σκέπτομαι, περί τινος Ξεν. Κύρ. 1. 6, 20, Πολύβ. 2. 15, 4. 4) βλέπω, ἐξετάζω, τὴν οἰκίαν Ἀθήν. 179Α. ΙΙ. εἶμαι ἔμφρων, ἔχω σῴας τὰς φρένας (ἄνευ ἀντικειμ.) (ὡς τὸ καταφρονεῖν, ἀντίθετ. τῷ παραφρονεῖν), τὸ οὐ κατανοεῖν τοῦ Ἱπποκρ. ὁ Γαλην. ἑρμηνεύει παραφρονεῖν, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 974, πρβλ. 1151F, Γαλην. 3, 198, 21, Βασίλ.
English (Strong)
from κατά and νοιέω; to observe fully: behold, consider, discover, perceive.
English (Thayer)
κατάνω; imperfect κατενωυν; 1st aorist κατενόησα; from Herodotus down; the Sept. here and there for הִתְבּונֵן, הִבִּיט, רָאָה;
1. to perceive, remark, observe, understand: τί, to consider attentively, fix one's eyes or mind upon: τί, τινα, James 1:23f.
Greek Monotonic
κατανοέω: μέλ. -ήσω,
1. παρατηρώ καλά, κατανοώ, καταλαβαίνω, σε Ηρόδ., Πλάτ.
2. αντιλαμβάνομαι, σε Θουκ.
3. μαθαίνω, στον ίδ.
4. εξετάζω, περί τινος, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. ήσω
1. to observe well, to understand, Hdt., Plat.
2. to perceive, Thuc.
3. to learn, Thuc.
4. to consider, περί τινος Xen.
Chinese
原文音譯:katanošw 卡他-挪誒哦
詞類次數:動詞(14)
原文字根:向下-心思 相當於: (צָפָה) (רָאָה / רָאֶה / רְאוּת)
字義溯源:觀看,看出,見,觀感,思想,想到,相顧,注意,想;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(νοέω)=理解)組成;而 (νοέω)出自(νοῦς)*=悟性)。參讀 (ἀναλογίζομαι)同義字
出現次數:總共(14);太(1);路(4);徒(4);羅(1);來(2);雅(2)
譯字彙編:
1) 觀看(3) 徒7:31; 徒7:32; 雅1:23;
2) 想(2) 太7:3; 路6:41;
3) 你們想(2) 路12:24; 路12:27;
4) 我⋯觀看(1) 徒11:6;
5) 我們⋯相顧(1) 來10:24;
6) 他⋯看出(1) 路20:23;
7) 想到(1) 羅4:19;
8) 見(1) 徒27:39;
9) 你們應當思想(1) 來3:1;
10) 觀看過了(1) 雅1:24