противопоставлять: Difference between revisions
From LSJ
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπιτειχίζω]], [[ἀντιπαρεξάγω]], [[ἀντιτάσσω]], [[ἀντιτάττω]], [[εἰσπέμπω]], [[ἀντιδιαστέλλω]], [[ἀντανίστημι]], [[ἀντιφέρω]], [[ἀντιπροκαλέομαι]], [[ἀντιπαρατείνω]], [[ἀντιτίθημι]], [[ἀντεκφέρω]], [[ἀντιδιαιρέω]], [[ἐντάσσω]], [[ἐντάττω]], [[προσίστημι]], [[ἀντικαθίστημι]], [[ἀνθίστημι]], [[ἀντίστημι]], [[ἀντιτείνω]] | |rueltext=[[παραβάλλω]], [[ὑφίστημι]], [[ἐπιτειχίζω]], [[ἀντιπαρεξάγω]], [[ἀντιτάσσω]], [[ἀντιτάττω]], [[εἰσπέμπω]], [[ἀντιδιαστέλλω]], [[ἀντανίστημι]], [[ἀντιφέρω]], [[ἀντιπροκαλέομαι]], [[ἀντιπαρατείνω]], [[ἀντιτίθημι]], [[ἀντεκφέρω]], [[ἀντιδιαιρέω]], [[ἐντάσσω]], [[ἐντάττω]], [[προσίστημι]], [[ἀντικαθίστημι]], [[ἀνθίστημι]], [[ἀντίστημι]], [[ἀντιτείνω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:00, 15 October 2019
Russian > Greek
παραβάλλω, ὑφίστημι, ἐπιτειχίζω, ἀντιπαρεξάγω, ἀντιτάσσω, ἀντιτάττω, εἰσπέμπω, ἀντιδιαστέλλω, ἀντανίστημι, ἀντιφέρω, ἀντιπροκαλέομαι, ἀντιπαρατείνω, ἀντιτίθημι, ἀντεκφέρω, ἀντιδιαιρέω, ἐντάσσω, ἐντάττω, προσίστημι, ἀντικαθίστημι, ἀνθίστημι, ἀντίστημι, ἀντιτείνω