выдумывать: Difference between revisions
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐκπορίζω]] | |rueltext=[[ἐκπορίζω]], [[ἐκφροντίζω]], [[ἐπινοέω]], [[συνεκπορίζω]], [[μηχανάω]], [[μηχανάομαι]], [[μηχανέομαι]], [[ἀναπλάσσω]], [[ἀναπλάττω]], [[ἐξευρίσκω]], [[πλέκω]], [[μυθολογέω]], [[παρευρίσκω]], [[ἐπιτεχνάομαι]], [[καινοτομέω]], [[διαζητέω]], [[συνυφαίνω]], [[μυθοπλαστέω]], [[ἐμπλέκω]], [[μανθάνω]], [[συντίθημι]], [[πλάσσω]], [[σοφίζομαι]], [[μήδομαι]], [[καταψεύδομαι]], [[ποιέω]], [[κατασκευάζω]], [[συντάσσω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:20, 18 October 2019
Russian > Greek
ἐκπορίζω, ἐκφροντίζω, ἐπινοέω, συνεκπορίζω, μηχανάω, μηχανάομαι, μηχανέομαι, ἀναπλάσσω, ἀναπλάττω, ἐξευρίσκω, πλέκω, μυθολογέω, παρευρίσκω, ἐπιτεχνάομαι, καινοτομέω, διαζητέω, συνυφαίνω, μυθοπλαστέω, ἐμπλέκω, μανθάνω, συντίθημι, πλάσσω, σοφίζομαι, μήδομαι, καταψεύδομαι, ποιέω, κατασκευάζω, συντάσσω