целительный: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἰατρικός]] | |rueltext=[[ἰατρικός]], [[ὑγιηρός]], [[πολυφάρμακος]], [[λυτήριος]], [[ἐσθλός]], [[ἐσλός]], [[παιώνιος]], [[ἀκεστήρ]], [[φαρμακώδης]], [[ἀκέσιμος]], [[ὑγιαστικός]], [[ἤπιος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:35, 18 October 2019
Russian > Greek
ἰατρικός, ὑγιηρός, πολυφάρμακος, λυτήριος, ἐσθλός, ἐσλός, παιώνιος, ἀκεστήρ, φαρμακώδης, ἀκέσιμος, ὑγιαστικός, ἤπιος