λυτήριος
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
English (LSJ)
λυτήριον,
A loosing, delivering, δαίμονες A.Th.175 (lyr.); λ. ἄκη, μηχανή, Id.Supp.268, Eu.646; πλοῦτον δωμάτων λυτήριον Id.Ch.820 (lyr.); λ. σημεῖον a symptom of healing, Hp.Prog.24: c. gen., ὅπως γένοιτο τῶνδ' ἐμοὶ λ. my deliverer from... A.Eu.298; λυτηρίους εὐχὰς δειμάτων S.El.635; τόδ' ἂν κακῶν μόνον γένοιτο… λ. ib.1490, cf. 447; τὸ μεθύειν πημονῆς λ. Id.Fr.758; also λ. ἐκ θανάτου E.Alc.224 (lyr.); λυτήριον λώφημα is prob. in S.Tr.554 (λ. λύπημα codd.).
II Subst. λυτήριον, τό, = λύτρον, τὸ λ. δαπανᾶν the atonement or reward for all costs, Pi.P.5.106; φόνοιο expiatory offering, A.R.4.704.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
1 qui a le pouvoir ou la vertu de délier, qui affranchit ; libérateur, sauveur;
2 que l'on peut délier, à quoi l'on peut remédier : λυτήριον λύπημα SOPH chagrin auquel on peut remédier.
Étymologie: λύω.
German (Pape)
gew. 2 Endgn, lösend, befreiend; δαίμονες, Aesch. Spt. 158; ὅπως γένοιτο τῶνδ' ἐμοὶ λυτήριος, daß er mich hiervon befreit, Eum. 288; τούτων ἄκη τομαῖα καὶ λυτήρια Suppl. 265; λυτηρίους εὐχὰς δειμάτων Soph. El. 625; vgl. ὡς ἐμοὶ τόδ' ἂν κακῶν γένοιτο λυτήριον, möchte mich vom Leide befreien, 1490; λυτήρια φόνου, Entsühnung vom Morde, 439; λυτήριος ἐκ θανάτου Eur. Alc. 224; Sp.
Russian (Dvoretsky)
λῠτήριος:
1 освобождающий, избавляющий (δαίμονες Aesch.; ἐκ θανάτου Eur.; δειμάτων Soph.);
2 спасительный, целительный (ἄκη Aesch.);
3 исцелимый (λύπημα Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
λῠτήριος: -ον, (α, ον, Ὀρφ. Ὕμν. 35. 7), ὁ λύων, ἀπολύων, ἀνακουφίζων, ἀπαλλάττων, δαίμονες Αἰσχύλ. Θήβ. 175· λ. ἄκη, μηχανὴ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 268, Εὐμ. 646· πλοῦτον δωμάτων λυτήριον ὁ αὐτ. ἐν Χο. 820· λ. σημεῖον, σύμπτωμα θεραπείας, Ἱππ. Προγν. 45· ― μετὰ γεν., ὅπως γένοιτο τῶνδ’ ἐμοὶ λ., λυτρωτής μου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 298· λυτηρίους εὐχὰς δειμάτων Σοφ. Ἠλ. 635· τόδ’ ἂν κακῶν μόνον γένοιτο... λ. αὐτόθι 1190, πρβλ. 417· τὸ μεθύειν πημονῆς λ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 697· ὡσαύτως, ἐκ θανάτου λ. Εὐρ. Ἄλκ. 224· ― τὸ ἐν Σοφ. Τρ. 554 λυτήριον λύπημα ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Linwood θεραπευτικὸς πόνος, δηλ. ἀλγεινὴ θεραπεία· ἀλλ’ ὁ Δινδ. ὑποβάλλει γνώμην ὅτι ἡ πρώτη συλλαβὴ ἐν τῷ λύπημα ἐπαναλαμβάνεται ἐκ τοῦ λυτήριον, καὶ ὅτι κήλημα ἢ τοιοῦτόν τι ἀναγνωστέον· ὁ Jebb ἐπιτυχέστατα ἀντικατέστησε τὴν λέξ. λύπημα διὰ τῆς λέξ. λώφημα, ἣν ὑποστηρίζει ἐν μακρᾷ ὑποσημειώσει. ΙΙ. = λύτρον, τὸ λ. δαπανᾶν, ἡ ἀμοιβὴ ἢ ἀποζημίωσις πάσης δαπάνης, Πινδ. Π. 5. 143. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «λυτήριος· φύλαξ», καὶ λυτήριον· φυλακτήριον.
English (Slater)
λῠτήριος atoning for c. gen. τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν (P. 5.106)
Greek Monolingual
λυτήριος, -ον, θηλ. και -ία (Α) λυτήρ
1. αυτός που ανακουφίζει κάποιον από κάτι («ὅπως γένοιτο τῶνδ' ἐμοὶ λυτήριος», Αισχύλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυτήριον
λύτρο («τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾱν», Πίνδ.).
Greek Monotonic
λῠτήριος: -ον (λύω)·
I. αυτός που απολυτρώνει, αυτός που ανακουφίζει, που απαλλάσσει, σωτήριος, σωστικός, σε Αισχύλ.· με γεν., τῶνδ' ἐμοὶ λυτήριος, λυτρωτής μου από αυτά τα πράγματα, στον ίδ.· ἐκθανάτου λυτήριος, σε Ευρ.
II. λύτρον, αποζημίωση, εξόφληση, ανταμοιβή, σε Πίνδ.
Middle Liddell
λῠτήριος, ον [λύω]
I. loosing, releasing, delivering, Aesch.:—c. gen., τῶνδ' ἐμοὶ λυτήριος my deliverer from these things, Aesch.; ἐκ θανάτου λ. Eur.
II. = λύτρον, recompense, Pind.