спокойный: Difference between revisions
From LSJ
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[νήνεμος]] | |rueltext=[[νήνεμος]], [[ἀπράγμων]], [[ἀθορύβητος]], [[ἄτρομος]], [[ἀθόρυβος]], [[λεῖος]], [[σχολαῖος]], [[λιπαρός]], [[μαλακός]], [[ἀκύμων]], [[ἄκυμος]], [[ἀκύμαντος]], [[ἀπερίστατος]], [[ἀτάρακτος]], [[πρᾷος]], [[ἀτρεμής]], [[εὐήνεμος]], [[εὐάνεμος]], [[λειοκύμων]], [[θεμερῶπις]], [[γαληνός]], [[ἕκηλος]], [[ἕκαλος]], [[εὔκηλος]], [[εὔκαλος]], [[ἡσυχαῖος]], [[ἡσύχιος]], [[ἁσύχιος]], [[ἥσυχος]], [[εὔδιος]], [[εὐδιεινός]], [[ἀκασκαῖος]], [[ἄσφυκτος]], [[εὐόργητος]], [[λιαρός]], [[ἠρεμαῖος]], [[καταστηματικός]], [[κατεσταλμένος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:40, 18 October 2019
Russian > Greek
νήνεμος, ἀπράγμων, ἀθορύβητος, ἄτρομος, ἀθόρυβος, λεῖος, σχολαῖος, λιπαρός, μαλακός, ἀκύμων, ἄκυμος, ἀκύμαντος, ἀπερίστατος, ἀτάρακτος, πρᾷος, ἀτρεμής, εὐήνεμος, εὐάνεμος, λειοκύμων, θεμερῶπις, γαληνός, ἕκηλος, ἕκαλος, εὔκηλος, εὔκαλος, ἡσυχαῖος, ἡσύχιος, ἁσύχιος, ἥσυχος, εὔδιος, εὐδιεινός, ἀκασκαῖος, ἄσφυκτος, εὐόργητος, λιαρός, ἠρεμαῖος, καταστηματικός, κατεσταλμένος