ὁλομελής: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
(28)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=olomelis
|Transliteration C=olomelis
|Beta Code=o(lomelh/s
|Beta Code=o(lomelh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">whole of limb, not dismembered</b>, πλεκτάς <span class="bibl">Diph.34.2</span> ; κρέα <span class="bibl">Posidon.9</span> J., <span class="title">IG</span>12(7).515.49 (Amorgos) ; <b class="b3">ὁλομελῆ</b> alone, <span class="bibl">Str.15.3.19</span> ; ὁ. κρόκος <b class="b2">uniform</b>, Dsc.1.26.</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">whole of limb, not dismembered</b>, πλεκτάς <span class="bibl">Diph.34.2</span> ; κρέα <span class="bibl">Posidon.9</span> J., <span class="title">IG</span>12(7).515.49 (Amorgos) ; <b class="b3">ὁλομελῆ</b> alone, <span class="bibl">Str.15.3.19</span> ; ὁ. κρόκος [[uniform]], Dsc.1.26.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:40, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλομελής Medium diacritics: ὁλομελής Low diacritics: ολομελής Capitals: ΟΛΟΜΕΛΗΣ
Transliteration A: holomelḗs Transliteration B: holomelēs Transliteration C: olomelis Beta Code: o(lomelh/s

English (LSJ)

ές,

   A whole of limb, not dismembered, πλεκτάς Diph.34.2 ; κρέα Posidon.9 J., IG12(7).515.49 (Amorgos) ; ὁλομελῆ alone, Str.15.3.19 ; ὁ. κρόκος uniform, Dsc.1.26.

German (Pape)

[Seite 326] ές, mit ganzen Gliedern, unverstümmelt; βρώματα, κρέα, Ath. XII, 540 c; πλεκτάναι, Diphil. ib. VII, 316 f.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλομελής: -ές, ὁ ἔχων ἀκέραια τὰ μέλη, σῶος, ἀκέραιος, πλήρης, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 316F, πρβλ. 540C· Ἐπίρρ. -λῶς, Εὐστ., κλ. Πρβλ. οὐλομελής, -μέλεια.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ὁλομελής, -ές, Α ιων. τ. οὐλομελής, -ές)
αυτός που έχει ακέραια όλα τα μέλη του, αρτιμελής, πλήρης
(για συνεδριάζον σώμα) αυτός του οποίου όλα τα μέλη είναι παρόντα
μσν.
ο γεμάτος μελωδία, μελωδικότητα
αρχ.
ομοιόμορφος.
επίρρ...
ολομελώς (Μ ὁλομελῶς)
νεοελλ.
με παρουσία όλων τών μελών
μσν.
με πλήρη μελωδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -μελής (< μέλος), πρβλ. πολυ-μελής].