καμπανίζω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
(19)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kampanizo
|Transliteration C=kampanizo
|Beta Code=kampani/zw
|Beta Code=kampani/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">weigh</b>, PLond.5.1708.130 (vi A.D.).</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[weigh]], PLond.5.1708.130 (vi A.D.).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 15:45, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καμπανίζω Medium diacritics: καμπανίζω Low diacritics: καμπανίζω Capitals: ΚΑΜΠΑΝΙΖΩ
Transliteration A: kampanízō Transliteration B: kampanizō Transliteration C: kampanizo Beta Code: kampani/zw

English (LSJ)

   A weigh, PLond.5.1708.130 (vi A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

καμπανίζω: ζυγίζω, Ἰω. Δαμασκ. ΙΙ. 329D.

Greek Monolingual

καμπανίζω)
νεοελλ.
1. χτυπώ την καμπάνα της εκκλησίας, κουδουνίζω
2. (αμτβ.) ηχώ σαν καμπάνα, αποδίδω ήχο καμπάνας, κουδουνίζω
3. μτφ. υπαινίσσομαι κάτι, διατυπώνω καμπανιές, δυσάρεστους υπαινιγμούς
μσν.
ζυγίζω με τον κάμπανο. ζυγίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία «χτυπώ την καμπάνα» < καμπάνα. Με τη σημασία «ζυγίζω» < καμπανός].