μετακύμιος: Difference between revisions

From LSJ
(1ba)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metakymios
|Transliteration C=metakymios
|Beta Code=metaku/mios
|Beta Code=metaku/mios
|Definition=[<b class="b3">ῡ], ον,</b> (κῦμα) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">between the waves</b>, <b class="b3">μ. ἄτας</b> <b class="b2">between two waves</b> of misery, i. e. <b class="b2">bringing a short lull</b> or <b class="b2">pause</b> from misery, <span class="bibl">E. <span class="title">Alc.</span>91</span> (lyr.); <b class="b3">τὸ μ</b>. <b class="b2">space between the waves</b>, Numen. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>11.22</span> (pl.), cf. Hsch.</span>
|Definition=[<b class="b3">ῡ], ον,</b> (κῦμα) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">between the waves</b>, <b class="b3">μ. ἄτας</b> <b class="b2">between two waves</b> of misery, i. e. <b class="b2">bringing a short lull</b> or [[pause]] from misery, <span class="bibl">E. <span class="title">Alc.</span>91</span> (lyr.); <b class="b3">τὸ μ</b>. <b class="b2">space between the waves</b>, Numen. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>11.22</span> (pl.), cf. Hsch.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:15, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακύμιος Medium diacritics: μετακύμιος Low diacritics: μετακύμιος Capitals: ΜΕΤΑΚΥΜΙΟΣ
Transliteration A: metakýmios Transliteration B: metakymios Transliteration C: metakymios Beta Code: metaku/mios

English (LSJ)

[ῡ], ον, (κῦμα)

   A between the waves, μ. ἄτας between two waves of misery, i. e. bringing a short lull or pause from misery, E. Alc.91 (lyr.); τὸ μ. space between the waves, Numen. ap. Eus.PE11.22 (pl.), cf. Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μετακύμιος: -ον, (κῦμα) ὁ μεταξὺ τῶν κυμάτων, εἰ γὰρ μετακύμιος ἄτας, ὦ Παιάν, φανείης, εἴθε, ὦ Παιάν, νὰ φανῇς σωτὴρ μεταξὺ δύο κυμάτων ἀθλιότητος, δηλ. νὰ ἐπενέγκῃς μικρὰν ἀνακούφισιν ἢ ἀνάπαυλαν τῶν δυστυχημάτων, Εὐρ. Ἄλκ. 91· - τὸ μετακύμιον, τὸ μεταξὺ τῶν κυμάτων διάστημα, Ἡσύχ.· ἡ μετακυμία Νουμήν. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπαρ. 543C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sépare ou écarte les vagues.
Étymologie: μετά, κῦμα.

Greek Monolingual

μετακύμιος, -ον (Α)
1. (κυριολ. και μτφ.) ο μεταξύ τών κυμάτων («εἰ γὰρ μετακύμιος ἄτας, ὦ Παιάν, φανείης» — μακάρι, ώ Παιάν, να φανείς σωτήρας μεταξύ δύο κυμάτων αθλιότητας, Ευρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετακύμιον
το μεταξύ τών κυμάτων διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -κύμιος (< κῦμα)].

Greek Monotonic

μετακύμιος: -ον (κῦμα), ανάμεσα σε δύο σώματα, ἄτας μετακύμιος, ανάμεσα σε δύο κύματα από συμφορές, δηλ. αυτός που φέρνει μια μικρή ανάπαυλα ή παύση στη δυστυχία, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μετακύμιος: (ῡ) находящийся между волнами: μ. ἄτας Eur. отражающий волны пагубы, защищающий от несчастий.

Middle Liddell

μετα-κύμιος, ον κῦμα
between the waves, ἄτας μ. between two waves of misery, i. e. bringing a short lull or pause from misery, Eur.