νιτρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439
(3b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nitrodis
|Transliteration C=nitrodis
|Beta Code=nitrw/dhs
|Beta Code=nitrw/dhs
|Definition=ες (Att. λιτρώδης <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>65e</span>), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like</b> νίτρον, δύναμις <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>936a2</span>; <b class="b2">impregnated with</b> ν., τὰ ν. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>2.5.1</span>, <span class="bibl"><span class="title">Od.</span>65</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">alkaline</b>, of mineral springs, Gal.11.387. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> epith. of Nymphs, Νύμφαις νιτρώδεσι <span class="title">IG</span>14.892.</span>
|Definition=ες (Att. λιτρώδης <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>65e</span>), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[like]] νίτρον, δύναμις <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>936a2</span>; <b class="b2">impregnated with</b> ν., τὰ ν. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>2.5.1</span>, <span class="bibl"><span class="title">Od.</span>65</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[alkaline]], of mineral springs, Gal.11.387. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> epith. of Nymphs, Νύμφαις νιτρώδεσι <span class="title">IG</span>14.892.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:40, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νιτρώδης Medium diacritics: νιτρώδης Low diacritics: νιτρώδης Capitals: ΝΙΤΡΩΔΗΣ
Transliteration A: nitrṓdēs Transliteration B: nitrōdēs Transliteration C: nitrodis Beta Code: nitrw/dhs

English (LSJ)

ες (Att. λιτρώδης Pl.Ti.65e),

   A like νίτρον, δύναμις Arist.Pr.936a2; impregnated with ν., τὰ ν. Thphr.CP2.5.1, Od.65.    2 alkaline, of mineral springs, Gal.11.387.    II epith. of Nymphs, Νύμφαις νιτρώδεσι IG14.892.

Greek (Liddell-Scott)

νιτρώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς νίτρον, Ἀριστ. Προβλ. 23. 40, 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 5, 1.

Greek Monolingual

-ες (Α νιτρώδης, -ῶδες) νίτρον
αυτός που περιέχει νίτρο ή νιτρικό οξύ σε αφθονία
νεοελλ.
1. χαρακτηρισμός τών αλάτων και τών εστέρων του νιτρώδους οξέος
2. φρ. α) «νιτρώδεις ατμοί»
χημ. αέριο μίγμα που αποτελείται από οξείδια του αζώτου και σχηματίζεται κατά τη διαλυτοποίηση μετάλλων σε νιτρικό οξύ, κατά την παρασκευή τών χρωμάτων ανιλίνης, και είναι πολύ δηλητηριώδες
β) «νιτρώδες οξύ» — ασταθής ανόργανη χημική ένωση που παράγεται κατά τη διαλυτοποίηση του τριοξειδίου του αζώτου σε νερό.

Russian (Dvoretsky)

νιτρώδης: похожий на щелочь, тж. содержащий щелочь, щелочной (ὕδωρ Arst.).