πληθώρα: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
(nl)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=plithora
|Transliteration C=plithora
|Beta Code=plhqw/ra
|Beta Code=plhqw/ra
|Definition=Ion. πληθώρ-η, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fullness</b>, <b class="b3">π. ἀγορῆς</b>, = [[ἀγορὰ πλήθουσα]], <span class="bibl">Hdt. 2.173</span>, <span class="bibl">7.223</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">fullness, satiety</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>37</span>; εὐπρηξίης <span class="bibl">Hdt.7.49</span>: pl., <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Protr.</span>21</span>.<b class="b3">κβ</b>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> Medic., <b class="b2">repletion of blood</b> or <b class="b2">humours, fullness of habit, plethora</b>, Gal.10.891, <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span>2.10</span>.</span>
|Definition=Ion. πληθώρ-η, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fullness]], <b class="b3">π. ἀγορῆς</b>, = [[ἀγορὰ πλήθουσα]], <span class="bibl">Hdt. 2.173</span>, <span class="bibl">7.223</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">fullness, satiety</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>37</span>; εὐπρηξίης <span class="bibl">Hdt.7.49</span>: pl., <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Protr.</span>21</span>.<b class="b3">κβ</b>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> Medic., <b class="b2">repletion of blood</b> or <b class="b2">humours, fullness of habit, plethora</b>, Gal.10.891, <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span>2.10</span>.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:38, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πληθώρα Medium diacritics: πληθώρα Low diacritics: πληθώρα Capitals: ΠΛΗΘΩΡΑ
Transliteration A: plēthṓra Transliteration B: plēthōra Transliteration C: plithora Beta Code: plhqw/ra

English (LSJ)

Ion. πληθώρ-η, ἡ,

   A fullness, π. ἀγορῆς, = ἀγορὰ πλήθουσα, Hdt. 2.173, 7.223.    II fullness, satiety, Hp.Acut.37; εὐπρηξίης Hdt.7.49: pl., Iamb.Protr.21.κβ.    III Medic., repletion of blood or humours, fullness of habit, plethora, Gal.10.891, Alex.Aphr.Pr.2.10.

Greek Monolingual

η,ΝΜΑ
μεγάλο πλήθος, αφθονία (α. «πληθώρα επιχειρημάτων» β. «πληθώρα αδικημάτων»)
νεοελλ.
ιατρ. νοσηρή κατάσταση που χαρακτηρίζεται από αύξηση του όγκου του αίματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια και προέρχεται από αύξηση της μάζας του πλάσματος ή από αύξηση τών ερυθρών αιμοσφαιρίων
αρχ.
1. ιατρ. αύξηση του αίματος ή τών χυμών σε ολόκληρο το σώμα ή σε ένα μέλος του
2. κορεσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο θ. πλη- του πίμ-πλη-μι με μόρφημα -θ- (βλ. λ. πλήθω) και εμφανίζει το επίθημα,-ωρᾶ / -ωρη τών τ. ἀλε-ωρή, ἐλπ-ωρή, θαλπ-ωρή (με διαφορά στον τονισμό), το οποίο πιθ. προέρχεται από το επίθημα -ωλός / -ωλή, με ανομοιωτική τροπή του -λ- σε -ρ-].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πληθώρα -ης, ἡ, Ion. πληθώρη [πλήθω] volheid:; ἐς ἀγορῆς... πληθώρην tot de tijd dat de markt volloopt Hdt. 7.223.1; verzadiging; overdr.. εὐπρηξίης γὰρ οὐκ ἔστι ἀνθρώποισι οὐδεμία πληθώρη want van succes bestaat voor de mens geen enkele verzadiging Hdt. 7.49.4.